United States or Rwanda ? Vote for the TOP Country of the Week !


Από το χάδι, πούδιδε σαυτό τόνομα, θα καταλάβαινα πως δεν της ήτον αδιάφορος κιότι η αγάπη της για μένα ήτο παιγνίδι. Κοντά στους άλλους άρχισε να με πειράζη κιαυτός ο Γιάννης· κιόταν με συναντούσε μούλεγε: — Γιάε, μωρέ, άντρας, και θέλει και γυναίκα! — Ντα δε θα μεγαλώσω κεγώ; τούπα μια μέρα απειλητικά. — Ώστε να μεγαλώσης εσύ, θα το πάρω 'γώ το Βαγγελιό.

Η μητέρα μου έβλεπε ότι πέτυχε να με τραβήξη από το Βαγγελιό κιότι στο πάθος του κυνηγιού η μητρική της εξουσία βρήκε καλό σύμμαχο. Αλλά για καλό και για κακό, ίσως και για να δοκιμάση το βαθμό της επιτυχίας της, σκέφθηκε και να μ' απομακρύνη ολότελα για κάμποσον καιρόν από το χωριό. Έτσι θα περνούσε κιο περισσότερος καιρός των διακοπών και να γυρίσω έπειτα στην πόλη.

Έτσι θα ματαίωνε και τη συνάντηση του αποχαιρετισμού, διότι ο κρυφός σκοπός τση ήτο να πάω από του Άη Θωμά στην πόλη, χωρίς επιστροφή στο χωριό μας. Απ' αυτή την πρόταση το πειο ελκυστικό ήτο ότι θα πήγαινα στο πανηγύρι της Καλυβιανής, ότι θάβλεπα θαύματα κιότι πιθανώς ένα απ' αυτά να ήτο και το γιάτρεμα του Βαγγελιού.

Αυτή, με τις πρόωρες ιδέες που μούβαλε στο κεφάλι, τάραξε τη γαλήνη της παιδικής μου ψυχής και μέβαλε σε λογισμούς αταίριαστους στην ηλικία μου. Την εντύπωση ότι χλώμιανα κιότι έπασχα έκαμα και στο Βαγγελιό, όταν μια 'πό τις τελευταίες μέρες συναντηθήκαμε κάτω στα λιόφυτα. Βρεθήκαμε σε δρόμο ασύχναστο, που τον σκέπαζαν μεγάλες ελιές.

Το κυνήγι τώχα ως πρόφαση να πηγαίνω για την προσευχή μου στο ρημοκλήσι. Μου φαινόταν κιάτοπο να διασκεδάζω σε καιρό που κείνη τόσον έπασχε. Σε τέτοια εκστατική κατάσταση έφτανα καμμιά φορά μπροστά στην εικόνα της Παναγίας, που νόμιζα μια στιγμή ότι κινούσε τα χείλη της κιότι χαμόγελο αγαθών υποσχέσεων χυνόταν στο άγιο της πρόσωπο.

Με προσοχή, που από τη χαρά δεν είχε η μάνα της, θα διάκρινε κανείς ότι η σωματική δύναμη της ήτο στην ίδια εξάντληση κιότι μόνο με προσπάθεια ψυχική υπεράνθρωπη κρατούσε στα πόδια του το μισοπεθαμένο κορμί της και κάπου κάπου έφερνε σταναιμικά της χείλη ένα χαμόγελο.

Πραγματικώς το χέρι της έκαιε τώρα περισσότερο και τα μάγουλά της ήτανε φωτιά. Περπατήσαμε λίγο κάτω από τις ελιές σιωπηλοί και συλλογισμένοι. Εγώ συλλογιζόμουν με κάποια κρυφή δυσαρέσκεια πως πολύ έκλαιε το Βαγγελιό κιότι τα κλάμματα δεν την ωμόρφαιναν. Αλλά γενικώς το κλάψιμμο δε μάρεσε τώρα, γιατί μου θύμιζε τα μικρά παιδιά με τις μύξες των.

Στο δρόμο συνάντησε γυναίκες κιάντρες κιόλοι τη χαιρέτησαν χαρούμενοι, αλλά και με κάποια επιφύλαξη στο πλησίασμά των από το φόβο της αρρώστειας. Ως τόσο της είπαν ότι καλά την έβλεπαν κιότι πολύ γλίγωρα θα γύριζε στα πρώτα της, με τη βοήθεια του Θεού.

Και το βράδυ πως να κρατηθώ να μην πάω να πω του Βαγγελιού ότι θα πήγαινα στην Καλυβιανή να την παρακαλέσω γιαυτήν κιότι πίστευα να γίνη το θαύμα; Πρέπει να επαναλάβω ότι ο φόβος της αρρώστειας δε μπορούσε να με κυριεύση. Δεν πίστευα ως πραγματικό αυτόν τον κίντυνο, γιατί και δεν τον ένιωθα· πολλάκις κιολότελα το λησμονούσα.

Τον κάλεσαν να δη την κόρη του Δεσποινιού, κιαφού την εξέτασε, είπε στους δικούς της ότι η αρρώστεια της ήτον απελπιστική κιότι λίγον καιρό είχε να ζήση. Αυτά είχε μάθει η αδερφή μου· αλλ' η μητέρα μου, που τάχα τώρα λυπότανε για την άμοιρη κοπελιά· μούπε πειο ορισμένα πράμματα. Το Βαγγελιό είχε χτικιό, αρρώστεια που δε γλυτόνει άθρωπος.