United States or Saint Kitts and Nevis ? Vote for the TOP Country of the Week !


Και τότε υψώθη, ως νικητήριος παιάν, η φωνή του ιερέως, ψάλλοντος: «Είς Θεός μέγας, ο Θεός ημών». Αφού δ' ετελείωσε το τροπάριον, ο Αστρονόμος, υψώσας το ποτήρι του με κίνημα ανθρώπου ετοιμαζομένου να πυροβολήση από ενθουσιασμόν, ανεφώνησε με φωνήν παλλομένην: — Εις υγείαν τση Ρωμιοσύνης! — Εβίβα! απήντησαν οι άλλοι ομοφώνως.

Αλλά βέβαια ο γυιός της δεν ήτο για τη θυγατέρα της Ζερβούδαινας, ούτε η Ζερβουδοπούλα για το Μανώλη. — Δεν την αφίνεις την κουζουλή! είπεν ο Σαϊτονικολής. Το δακτυλάκι τση Πηγής δε δίδω να πάρω δέκα από τέτοιο κουζουλόσογο. Μήγαρις είνε και γυναίκα; Ένα 'λιολιό, ένα πράμμα άψητο, απού όποιος τήνε πάρη πρέπει να την αφίνη μέσα στο σπίτι, για να μη τηνε 'δη ο ήλιος κιαρρωστήση. Δε μάςε χρειάζεται.

Έλα δα που δε σε γνοιάζει ... Και συ απάντρευτος είσαι και το Πηγιό είνε καλή κιώμορφη νύφη. Για δε τηνε· όλα του Μάη τα ρόδα ανθούνε στα μάγουλά τση. Και γυναίκα σωστή, φεργάδα! Ο Τερερές δεν ηδυνήθη να πνίξη ένα στεναγμόν. — Μα λες, αλήθεια, κιαυτή τα θέλει ή ανεμπαίζει τονε; είπε μετά τινας στιγμάς. — Μα δεν έχεις μάτια να θωρής; Κύριε ελέησο! — Κείντα του ρέχτηκε του βουϊδαρά;

Είντα τα κάμω τα προυκιά; — Μα δεν κάνει, παιδί μου ... Είντα Ατσιγγάνοι είμεστα; Δεν μπορεί η κοπελλιά να παντρεφτή χωρίς νάχη όλα τση τα χρειαζούμενα, γιατί θα την ανεμπαίξη το χωριό. Κατώρθωσεν όμως να πραΰνη κάπως την απελπισίαν του Μανώλη, υποσχεθείσα ότι θα εμεσίτευε να γίνη ο γάμος όσον το δυνατόν ταχύτερον, μετά δύο ή τρεις το πολύ μήνας. Αλλ' ο Σαϊτονικολής έμενεν άκαμπτος.

Έπειτα ο Σαϊτονικολής, όστις δεν ηδυνήθη να μη γελάση όταν είδε την σύζυγόν του εγειρομένην επιπόνως, μορφάζουσαν και κρατούσαν έτι την λαβήν του θραυσθέντος δοχείου, επλησίασε προς την μεσόθυραν κεφώναξε προς τον Μανώλην: — Εδαιμονίστηκες, μωρέ; — Με τση δαιμόνους που κάθεσαι και του λες!... είπεν η σύζυγός του.

Εκεί που θα ειπής τον Τσικνιά δε λες καλήτερα τση Μύκονος τον Τούρλο; επρόσθετεν άλλος, κυτάζοντάς τον κατάματα. Εκείνος εγύριζεν αλλού, τάχα πως δεν άκουε κ' έπιανε κουβέντα με τον Μπαρμπατρίμη για τον καιρό.

Έξω βρήκα τη Δρακογιώργαινα και μούπε πως το Βαγγελιό ήτον ακόμη άρρωστη κιόλο στο χειρότερο πήγαινε. Πετσί και κόκαλο είχε γίνει, Από κείνο που μούπε η μάνα μου, ότι δεν πιάνει άθρωπος χρυσό μήλο από τα χέρια τση κιαπ' όσα μούπε η γυναίκα του Δρακογιώργη, το Βαγγελιό παρουσιαζότανε στη φαντασία μου σε θλιβερώτατη κατάσταση.

Πνίγεται, σκοτώνεται, δε σε θέλει. Κ' είντα να τση κάμω; Ό,τι 'μπόρουνα τώκαμα. — Κιαμ' η αγουρίδα που μούλεγες; — Εθάρρουνα κ' εγώ, μα σαν έχη αράπικο ινάτι είντα θες να κάμω; Ο Μανώλης εστέναξε. — Κιαμ' εδά; είπε περίλυπος.

Η θεια μου σκέφθηκε λίγο κέπειτα είπε: — Δε θα παντρευτή μπλειο αυτή η κοπελιά; Αργεί να παντρευτή και πρέπει πως απού τη λαχτάρα τση παντριγιάς τσ' έρχεται σαν κουζουλάδα. — Και στο παιδί μου μένα θα ξεθυμάνη η κουζουλάδα τση; — Η πυρωμάδα τση, άλλαξε τη λέξη η θεια μου και χαμήλωσε τη φωνή της. Δεν άκουσα τη συνέχεια της ομιλίας, γιατ' η μάνα μου μ' έδιωξε.

Άκουσε, Γιώργο· είπες πως θάρχεσαι να με θωρής. Να μην έρχεσαι. Θέλω να μην έρχεσαι και θέλω για το καλό σου να μην έρχεσαι. Δε σου το λέω, γιατί φοβούμαι τση μάνας σου και του κόσμου τα λόγια. Εδά μπλειο δε φοβούμαι πράμμα. Και τόσο χαμήλωσε τη φωνή της, που μόλις άκουσα την επόμενη φράση: — Εγώ δεν είμαι μπλειο σ' αυτό τον κόσμο. — Μα φοβούμαι, εξακολούθησε, την αμαρτία.