United States or Qatar ? Vote for the TOP Country of the Week !


Για το χωρισμό μας βρήκα το Ρετόκριτο και τον εδιάβαζα. — Πώς ήθελα να μου τόνε διάβαζες και μένα! Μα δε μας αφήνουν, αλοίμονό μου! Της είπα δύο ή τρεις στίχους του Ερωτόκριτου, που θυμόμουνα, κιαυτή, ενθουσιασμένη που τους άκουε από το στόμα μου, έλεγε: — Χαρώσε πώς τα λες, ζαχαρένιε μου! Τότε κεγώ, αποκότισα και τη φίλησα για πρώτη φορά, αφ' ότου μεγάλωσα.

Μα γιατί ναποθάνη; Γιατί ήτο τόσο βέβαιον ότι θα πέθαινε από την αρρώστια της; Πώς τόσοι άλλοι που αρρώσταιναν εγίνοντο καλά, κιαυτή θα πέθαινε; Τι αν το είπε ο γιατρός, όταν ο Θεός έχει τη δύναμη και νεκρούς νανασταίνη; Με τις θρησκευτικές ιδέες, πούχα τότε, όλα τα θαύματα θεωρούσα δυνατά.

Θυμήθηκα τα λόγια του Βαγγελιού, πως ήτο αμαρτία να παρακούω της μητέρας μου. Αλλά και για το χατίρι της άρρωστης, ενώ άρχισα με απόφαση ανταρσίας, κρατήθηκα. Και της μάνας μου όμως ο γλυκός τρόπος μαφώπλισε ολότελα. — Μια φορά πήα και την είδα, είπα, κιαυτή μεμπόδισε να τση σιμώσω, για να μην πάρω, λέει, την αρρώστια τση.

Μα έτσα που δεν τση φταίω 'γώ, δε θέλω να μου φταίξη κιαυτή, να κάψη το παιδί μου. Για σένα 'γώ φοβούμαι, Γιώργη μου. — Εγώ δε φοβούμαι. — Μην το λες αυτό, Γιώργη, γιατί εσύ δεν κατές.

Στο αναμεταξύ περνούσα, κατά την υπόσχεση πούχα δώσει, από το δρόμο τον Βαγγελιού. Κιαν μέβλεπε αυτή από το βάθος του σπιτιού δεν ξέρω· εγώ όμως δεν την έβλεπα και μόνο κάποτε ήκουα τον απαίσιο της βήχα. Από τη μητέρα της έμαθα πως από το κακό στο χειρότερο πήγαινε. Αλλά κιαυτή δεν παράλειψε να μου πη ότι δεν ήθελε να μπω στο σπίτι, για να μην έχη νέα λόγια και την έφταναν τα βάσανά της.

Της εξηγούσα τι συνέβηκε με τον Δρακογιώργη· και την έκανα προσεκτική να μη της πη ψέμματα ο αγωγιάτης και γελαστή κιαυτή. Τελείωσα έπειτα το γράμμα με όσες μαντινάδες του χωρισμού ήξερα. Τον «Ερωτόκριτο» γνώριζα έως τότε από τις χειμωνιάτικες αποσπερίδες , όπου τον διάβαζαν με μια τραγουδιστή απαγγελία. Τον γνώριζα κιαπό τα μέρη που τραγουδούσαν στο χορό.

Εσένα μου παράγγερνε να σε χαιρετώ και μούδωκε κένα χαιρετισμό να σου βαστώ· κάμποσα κουλουράκια να τρως την ταχυνή όντε πας στο σκολειό να τση θυμάσαι. Ύστερα μούπε πως αν τύχη κέμαθες από άλλο πως η μάνα σου τη μάχεται να μη θαρρέψης, λέει, πως κιαυτή 'χει όχθριτα τση μάνας σου, γιατί ό,τι κιαν τση λέη, αυτή δε θέλει το κακόν τση.

Το Βαγγελιό όμως τάκουε με πολλή σοβαρότη και δεν άφηνε να χάση λέξη. Σένα γράμμα έλεγα ότι, όπως ήτονε πάντα στο νου μου, συνείθιζα λίγο κατά λίγο να νομίζω πως ήτο μαζή μου πραγματικά κι ότι με συντρόφευε στο διάβασμα· κέτσι εύρισκα όρεξη να διαβάζω. — Πούνε γραμμένο αυτό; είπε με πολλή ζωηράδα το Βαγγελιό. Της έδειξα το μέρος κιαυτή πήρε την επιστολή και φίλησε την περικοπή κείνη.

Ακόμη θαρρείς πως είσαι μωρό για να σε χορεύγουνε στα γόνατα. Άλλο δε λείπει παρά να λες και τρευλά, έτσα που μίλιες μικιός. Εγώ αβαπώ Γκελιό. Αν και στενοχωρημένος, γέλασα. — Γελάς; είπε η μητέρα μου. Μα θα γελά κιο κόσμος να σε θωρή να ξετρέχης μια γεροντοκοπελιά. Μα κιαυτή να μη ντρέπεται τσ' αθρώπους!