United States or Mexico ? Vote for the TOP Country of the Week !


Η άρρωστη ήτο μόνη στο σπίτι και στο κρεβάτι πλαγιασμένη. Ανασηκώθηκε λίγο το νεκρικό της κεφάλι και τα μάτια της ήσαν γεμάτα θλίψη και φόβο. — Μα όσα μούδωκε η μοίρα μου, είπε, δε φτάνουνε; Έχω κιάλλα να σύρω; — Δεν είν' η μοίρα σου. είπε η μητέρα μου, είν' η κακία σου. Είσαι κακή και διαστρεμμένη και κατά τα έργα σου έχεις και ταποδόματα σου.

Μ α ρ ί α. Εγώ! Έκαμα ό,τι θάκανε κάθε μάννα στη θέσι μου Κ ώ στ α ς. Όχι, Μαρία, για δε με μένα, τι μ' έκαμεν η μάννα, μου; Για δες την εντροπή μου και την ερημιά και την απελπισία μου... Η μάνα μου, η αρχόντισσα, όπως έλεγε, η ώμορφη της Πόλης, που μούδωκε την άχαρη ωμορφιά της... και τη ψυχή της ράτσας της της έκφυλης, και το μυαλό το χαλασμένο εις τα ψέματα! Η μάννα μου! Ας όψεται!

Κι' αφτός με καλοδέχτηκε, και μούδειξε μια αγάπη 480 σάμπως πατέρας π' αγαπάει παιδί του χαϊδεμένο, μοναχογιό του και πολλών χτημάτων κληρονόμο· και μούδωκε πολλά χωριά, με πλούτισε, και πέρα στα σύνορα έκατσα της Φτιας, αφέντης των Δολόπων.

Φύλαξε το και μου το δίνεις ταχειά». Μούδωκε το δαχτυλίδι και με καλονύχτησε. Σε λίγο κοντοστάθηκε: «Άκου, συμπέθερε! Τι να το κάνω τώρα το δαχτυλίδι, σαν έχασα τον άνθρωπό μου; Αν περάσης από καμμιά εκκλησία, κρέμασε το της Παναγιάς, για το συχώριο της Μαριγώς...» Και ως που να καταλάβω, κατηφόρισε βιαστικά.

Αν ήρθες να κλάψης εδώ, τον αποπήρε πάλι η Παυλίνα, δε διάλεξες καλά. Τράβα το δρόμο σου και κλαίγε μοναχός σου... — Άκουσέ με, καλή μου κοπέλλα, ξαναείπε ο ξένος. Δυο λόγια έχω ακόμα να σου πω. Μέσα στην καλύβα, που ξεψύχησε δίπλα μου, ο άμοιρος, μούδωκε τα στερνά του χαιρετίσματα, ορκίζοντάς με να τα φέρω στην καλή του. Και μου' δωκε κ' ένα φυλακτό, που το είχε κρεμασμένο στο λαιμό του.

Πασπάλαε αφρός τα στήθια τους, τ' άσπριζε γύρω η σκόνη, σα βγάζανε απ' τον τάραχο τον πονεμένο αφέντη. Και σαν τον είδε ο Έχτορας πως έφευγε οχ τη μάχη έσκουξε σ' όλο το στρατό μ' αψιά φωνή μεγάλη 285 «Δαρδάνοι κονταρόπλιστοι και Τρώες και Λυκιώτες, θάρρος, παιδιά, και βάρτε τους ατρόμητα σαν άντρες! Έφυγε ο πιο παλικαράς οχτρός, κι' εμένα ο Δίας μεγάλη δόξα μούδωκε.

Το πείσμα μούδωκε το θάρρος να πω το δίστιχο, μισό τραγούδι μισό απαγγελία. Αλλά και το Βαγγελιό ήρθε στη βοήθειά μου· και με τη γλυκειά της φωνή τραγούδησε για μένα: Θαρρείς πως είμ' εγώ μικιό πως δεν πονεί η καρδιά μου; Σαν του μεγάλου καίουνται μέσα τα σωθικά μου. Κιόταν πιασμένη στο χορό πέρασε κοντά μου, έσκυψε μια στιγμή και με φίλησε.

Η φθισική τραβούσε κοντά της το παιδί, για να ικανοποιήση τη μοχθηρή μανία της αρρώστειας της και συνάμα να εκδικηθή για τις προσβολές που της είχε κάμει η μάνα του. Και σχεδόν δεν έμεινε πεια αμφιβολία στη μητέρα μου, ότι η χτικιάρα μούδωκε το θανατηφόρο μόλυσμα. Μήπως ο μάγος δεν την είδε να στέκεται κοντά στη μοίρα του παιδιού; Και μήπως το βράδυ παρρώστησε το παιδί της δεν είχε πάει εκεί;

Εγώ έλεγα πως θα τη βρω εδωπέρα. ΦΛΕΡΗΣΑιωνίως μου φέρνεις τέτοια νέα. Αιωνίως. Μ-ΑΡΓΥΡΗΣΤι φταίω εγώ; ΦΛΕΡΗΣΜε κυνηγάει λοιπόν αυτή η γυναίκα; Δεν ξέρει πως δεν πρέπει να με ιδή; Γιατί λοιπόν μούδωκε το λόγο της; Αγκαλά λόγο περιμένεις απ' τις γυναίκες του είδους της! Φταίω γω που την πίστεψα αλλοιώτικη! . . . Τώρα τρέχει πίσω μου, μου κόλλησε σαν κολιτσίδα .. . Άκουσε, Αργύρη.

Αν θέλης, θα σου διηγηθώ και κάτι που μου συνέβη όχι προ πολλών ετών• με είχε τότε ο Δημόφαντος ο τοκιστής που κατοικεί πίσω από την Ποικίλην. Αυτός ο τσιγγούνης δεν μούδωκε ποτέ περισσότερον από πέντε δραχμές και είχε την αξίωσιν να τώχη μονοπώλιον. Αλλά και ο ερωτάς του ήτο πολύ επιπόλαιος.