United States or Afghanistan ? Vote for the TOP Country of the Week !


Σφίγγε, σφίγγε δυνατά. Σφίξε ακόμη μια και να της που πάει. Ξεψύχησε, πάει. Πάει η ζωή μου. Σκότωσα τη ζωή μου. Πάει και λέξη δεν είπε. Έλα δω να σου δώσω στο στόμα, απάνω στο στόμα, ένα αθάνατο φιλί, ένα φιλί που κανένας άλλος δεν μπορεί να σου το πάρει. Τώρα πια είσαι για πάντα δική μου. Εγώ ξέρω τι λέω. Ξέρω γιατί παραπονιούμαι, γιατί βασανιούμαι.

Κι όταν ήρθε η ώρα να ρημάξη ο τόπος, και πέτρα πάνω στην πέτρα να μην απομείνη, όταν ξεψύχησε κι ο στερνός ο ήρωας, και διώχτηκε η Αρετή από κάθε χώρα, κάθε κάμπο και κάθε καλύβι, πάλι δεν αποκότησε η Ελληνόκαρδη Θεά να την αφήση ολότελα την αγαπημένη της γη, μόνο περίλυπη πήρε τα ψηλά τα βουνά, και πλανιούνταν εκεί πανέρημη, αγνώριστη, καταφρονεμένη.

Μα είχαν κι άλλα χρέη· σαν τίναζαν π. χ. ψεγαδιάσματα η μια φατρία της αλληνής, αυτοί τους τα στιχουργούσανε. Για την αγαλματική δε λέμε τίποτις, επειδή ξεψύχησε κι αυτή μαζί με την αρχαϊκή ζωή και με τους γυμνικούς αγώνες που την έθρεφαν κι αν έμνησκε ακόμα κάποια όρεξη στον κόσμο για γυμνές ομορφιές, την έπνιγε το χριστιανικό το μίσος προς κάθε «αφομοίωμα».

Είχε το κεφάλι του αξιωματικού, τ' όμορφο, το αγαπημένο κεφαλάκι του, άσπλαχνα κομμένο από το κορμί. Το πέταξε χάμου κ' εκείνο. Πάει, πέθανε, ξεψύχησε ο καλός της! Σηκώθηκε με ορμή, ανακλαδίστηκε, τράβηξε τα μάγουλά της. Έπειτα έσκυψε, μάζωξε τα ρουχαλάκια της ένα δέμα, τα πήρε και τράβηξε να φύγη. Στη σκάλα ο αξιωματικός ανέβαινε δυοδυο τα σκαλιά, βιαστικός και χαρούμενος.

Πούνε τα μπερικέτια τα παληά; Πάει, πέθανε το νησί μας, ξεψύχησε. Βγήκαν τα σκουλήκια να το φάνε. Ανθρώπινα σκουλήκια. Όλο τρώνε κι' όλο πεινάνε... Ο Γερο-Τρακοσάρης πέρασε από κάτω απ' το γιαλό, πήρε τον απάνω δρόμο και χάθηκε πίσω από τα μαγαζιά, δίχως να γυρίση να κυττάξη από τους καφενέδες. Ήξερε πως μ' όλα τα καλοπιάσματα τούψαλαν από πίσω όσα παίρνει η σκούπα. «Δεν πάνε να λένε! έλεγε.

Ο γέρος έπαρχος ήρθε βιαστικά έφιππος μόλις άκουσε την είδηση· εφίλησε τον ετοιμοθάνατο με τα πιο θερμά δάκρυα. Οι μεγαλύτεροί του γυοί ήρθαν αμέσως πεζή, εγονάτισαν μπρος στο κρεββάτι για να εκφράσουν τη μεγάλη λύπη τους, του εφίλησαν τα χέρια και το στόμα, και ο πιο μεγάλος, που πάντα περισσότερο τον αγαπούσε, εκόλλησε τα χείλια του έως ότου κείνος ξεψύχησε και τον έβγαλαν με τη βία.

Ο γέρος τράβηξε το τσιγάρο του, έβγαλ' ένα σύννεφο καπνό από το στόμα και τα ρουθούνια, κυττάζοντας με περιφρόνηση το παλιόπαιδο· το πανί άρχισε να παίζη, σε λίγο κρεμάστηκε σαν κουρέλι. Το Μπουζούκι και το Βιολί, που τους έλειψε το ακουμπιστήρι, ξυπνήσανε μαχμουρλήδες. Το αεράκι ξεψύχησε ολότελα. Ο γέρος κύτταξε ολόγυρά του και κάτι μουρμούρισε μέσα του.