United States or Saint Pierre and Miquelon ? Vote for the TOP Country of the Week !


Είχε αγριεμένα τα μαλλιά, δίχως σκούφια, φλογισμένα τα μάτια, πρόσωπο ιδρωμένο κατάμαυρο από τον κορνιαχτό. Και κράταε στα χέρια του ένα τουφέκι μαρτίνι και μιαν αρμάθα φουσέκια. — Τ' έπαθες, μωρέ Φώτο; Το ρώτησε κι ο Λάμπρος. — Σκότωσα! . . σκότωσα το Μπεϊλούλαγα, Λάμπρο! Είπε βροντερά κι άφοβα το δεκαοχτώχρονο παλληκάρι, κ' εμπήκε μ' ορμή μες το σπίτι.

Είναι όνειρο; έλεγε ο Αγαθούλης· είμαι ξύπνιος; είμαι μέσα σ' αυτή τη γαλέρα; Αυτός είναι ο κύριος βαρώνος, που τον σκότωσα; Αυτός είναι ο διδάσκαλος Παγγλώσσης, που τον είδα να τον κρεμάνε; — Είμαστε μεις, είμαστε μεις! απαντούσαν εκείνοιΠώς! αυτός είναι ο μέγας φιλόσοφος; έλεγε ο Μαρτίνος.

Γύρισα στη μάντρα μελαγχολικός, αλλά με παρηγόρησαν. Αυτό, έλεγαν, μπορεί να συμβή και στον καλλίτερο κυνηγό. Το κυνήγι κι ο κυνηγός έχουνε μέρες. Πραγματικώς την άλλη μέρα σκότωσα δύο μικρόπουλα. Βγήκε και μια πέρδικα μπροστά μου, αλλά τόσο μετάραξε ο θόρυβός της, που, όσο να συνέλθω, είχε πάει πολύ μακριά. Το ίδιο έπαθα και μένα λαγό. Τον έβγαλε ο σκύλος του ξάδερφου.

Αυτό θα το ιδούμε, κατεργάρη, του είπε ο Ιησουίτης βαρώνος του Τούντερ-τεν-τρόνκ και συγχρόνως τούδωσε μια δυνατή χτυπιά με το πλατύ μέρος του σπαθιού του πάνω στο πρόσωπο. Ο Αγαθούλης την ίδια στιγμή τραβά το δικό του και το μπήγει ως το μανίκι μέσα στην κοιλιά του βαρώνου Ιησουίτη. — Θεέ μου! είπε, σκότωσα τον παλιό μου κύριο, το φίλο μου, τον κουνιάδο μου!

Τότε ο Έφις φάνηκε να ηρεμεί. «Αλήθεια είναι», είπε χαμηλόφωνα. «Εγώ σκότωσα τον παππού σου, ναι. Χίλιες φορές θα το είχα φωνάξει στο δρόμο, στην εκκλησία, δεν το έκανα όμως, για χάρη τους. Εάν έλειπα εγώ, ποιος θα τις φρόντιζε; Η κακιά ώρα όμως το’ φερε, Τζατσί! Σου τ’ ορκίζομαι. Ήξερα ότι η μάνα σου ήθελε να το σκάσει και εγώ την συμπονούσα, γιατί την αγαπούσα. Αυτό ήταν το πρώτο μου έγκλημα.

Μα εγώ μου τόπε μου η καρδιά να πάω ναν τον χτυπήσω απ' αψηφιά μου ... είμουν μαθές πιο νιος στα χρόνια απ' όλους. Και βγήκα εγώ, και μούδωσε νίκη τρανή η Παλλάδα. Άλλο άντρα εγώ δε σκότωσα πιο δυνατό ή μεγάλο, 155 τι εδώ κι' ως πέρα κοίτουνταν μακρύς ξεκαρφωμένος. Νιος έτσι ακόμα ας είμουνα, τα κότσα ας μου βαστούσαν! δε θ' άργιε τότε ο Έχτορας να δει κοντάρι ομπρός του.

Μα τ' Άρη φοβερή δουλιά τους έκοψε τη φόρα· τι μόλις έφεξε τη γης ο φωτοδότης ήλιος 735 ορμούμε, Δία κι' Αθηνά περικαλώντας όλοι. Τότες στα χέρια οι Επειγοί σαν ήρθαν κι' οι Πυλιώτες, εγώ άντρα πρώτος σκότωσα και πήρα τ' άλογά του, το Μόλιο τον κονταριστή, πούταν γαμπρός τ' Αβγεία κι' είχε την πρώτη κόρη του, την καστανιά Αγαμήδη, 740 π' όσα η πλατιά φυτρώνει γης βοτάνια, τάξερ' όλα.

Γιατί, αν γίνεται συ να ’σαι κείνος που τούτος λέγει, βέβαια δύστυχος είσαι. ΟΙΔΙΠΟΥΣ Αλλοίμονον! Αλλοίμονον! Αλλοίμονό μου! Διάφανα πλέον όλα! Τελευταία, ω φως, θα σ’ ατενίσω τώρα πιά, που εφανερώθη πως εγεννήθηκ’ απ’ αυτούς που να με κάμουν δεν άξιζε° κοιμήθηκα με τη μητέρα μου και τον πατέρα σκότωσα, που μ’ έχει σπείρει. Στροφή α΄

Τότες του λέει κι' ο Νέστορας, ο βασιλιάς της Πύλος «Τ' Ατρέα γιε, έτσι νάμουνα θαν τόθελα κι' ατός μου σα στον καιρό όταν σκότωσα το θεϊκό Ρεφτάλη. Μα έλα που πάντα να! οι θεοί δε μας τα δίνουν όλα· 320 νιός τότε αν είμουν, με γερνούν τα χρόνια τώρα πάλι. Μα κι' έτσι εγώ με τα φαριά θα πάω, και θα βοηθήσω μ' αρμήνιες, όπως τόχουμε δικαίωμα οι γερόντοι.

Δεν της επήρα μήπως, πολεμώντας τίμια και αντρίκια; Μήπως σκότωσα τον Μόρχολτ με προδοσία; Δεν με προεκάλεσε; Δεν ώφειλα να υπερασπίσω το σώμα μου; Για δεύτερη φορά μ' έσωσες που με περιμάζεψες στο βάλτο. Α! κόρη, για σένα πολέμησα το δράκοντα... Μα ας αφήσουμε αυτά. Ήθελα μοναχά να σου αποδείξω ότι αφού με έσωσες δυο φορές από κίνδυνο θανάτου, έχεις δικαίωμα στη ζωή μου.