United States or Burundi ? Vote for the TOP Country of the Week !


Αφτός με τυραγνά ο καημός, τι μάτωσε η καρδιά μου, 55 γιατί τη νια που χώρισε πρεσβιό ο στρατός για μένα και πήρα με τη σπάθα μου πατώντας καστροχώρια, αφτή ξανά οχ τα χέρια μου την πήρε ο Αγαμέμνος, τ' Ατρέα ο γιος, σα νάμουνα λες του σωρού ραγιάς του.

Ο δεκανέας είπε θυμωμένα: — Πού είσ 'να τρυπωμένος γέροντα; — Πού νάμουνα, παιδί μου, γέροντας άνθρωπος, βαρυακούω κι όλας...Καλώς ωρίσατε! Και τους έδοσε το χέρι του. — Έλα, τόρα, κυρ πάρεδρε, του λόγου σου, να μας μοιράσης, τα καταλύματα, είπε ο δεκανέας. Ήρθαμε για κάτι εντάλματα και θα μείνουμε εδώ απόψε.

Τότες του λέει κι' ο Νέστορας, ο βασιλιάς της Πύλος «Τ' Ατρέα γιε, έτσι νάμουνα θαν τόθελα κι' ατός μου σα στον καιρό όταν σκότωσα το θεϊκό Ρεφτάλη. Μα έλα που πάντα να! οι θεοί δε μας τα δίνουν όλα· 320 νιός τότε αν είμουν, με γερνούν τα χρόνια τώρα πάλι. Μα κι' έτσι εγώ με τα φαριά θα πάω, και θα βοηθήσω μ' αρμήνιες, όπως τόχουμε δικαίωμα οι γερόντοι.

Τα περιστέρια κατέβαιναν άσπρα σαν το χιόνι, ήμερα-ήμερα, κ' ετσιμπούσαν το σταρόσπυρο από τα χέρια των κοριτσιών. Τι χέρια, Παναγιά μου. Πιο άσπρα κι' από τα περιστέρια. Δεν ήξερες ποιο έτρωγε και ποιο τάιζε. Κ' έλεγα κ' εγώ ο χαημένος: νάμουνα περιστέρι να δίπλωνα τα φτερά μου απάνω στις πλάτες καμμιάς Βενετσάνας, να μείνω όλη μου τη ζωή εκεί απάνω!

παρθένω λέγειν ου καλόν». Ο δε Musset εις το διήγημα του «Ναμουνά» (Ασμ. α, στρ. 6) απολογούμενος προς την αναγνώστριαν, διότι, παρέστησεν ενώπιον αυτής ολόγυμνον τον ήρωά του και τον εαυτόν του με μόνον το υποκάμισον εκφωνεί: Ma lectrice rougit et je la scandalise. Et quel crime est-ce donc de se mettre

Ωραία είσαι σαν πνεύμα που δίστασε. Ωραία είσαι σαν τόλμη που γονάτισε. Τα κρίνα των στοχασμών μου δέξου, τα χιλιδόνια των ψαλμών μου άκουσε, Κυρία των Αγγέλων! Καλογεράκι νάμουνα στη rue de Vaugirard.. Απ' την πλατειά πόρτα των μαύρων σεμιναρίων να βγαίνω γοργό, σκυφτό και σεμνόσε ώρα τραγουδημένην από ρωλόγι παληό. Σφιγμένο να είμαι σε ράσο μεταξωτό, κλειδωμένο με ζώνη πλατειά.

Σαν τι τα θέλω τα φλουριά και τα βαρηά γιονρτάνια. Σαν τι τα θέλω τα χρυσά κι' ασημωμένα ρούχα, Σαν δεν κοιμούμαι μια φορά 'ςτό πλάι του καλού μου; Νάμουνα κάλλια πιστικιά, κάλλια θερίστρα νάμουν, Παρά η καπετάνισσα, του Γέρω-Δήμου η νύφη.