United States or Costa Rica ? Vote for the TOP Country of the Week !


Αφού κουρασθέντες ανεχώρησαν οι στρατιώται, εξήλθε της κρύπτης ο ατυχής καλόγηρος και ενδυθείς υγρόν ακόμη το υποκάμισον απεμακρύνθη εκείθεν μετά της πεπονημένης γυναικός, καταρώμενος τους Σάξωνας, οίτινες πλην του μαρτυρικού επέθεσαν και άλλον στέφανον επί της φαλακράς κεφαλής του.

Κατέφθασαν και άλλοι εκ διαφόρων μερών και ήναψαν την πυράν, η οποία ευθύς ανέδωκε μεγάλην φλόγα, διότι, ως είπα, απετελείτο από δαδιά και φρύγανα• εκείνος δε, και τώρα σε παρακαλώ να συγκεντρώσης όλην σου την προσοχήν, απέθεσε την πήραν, τον μανδύαν και το Ηράκλειον ρόπαλον το οποίον εκράτει και έμεινε μόνον με υποκάμισον φοβερά ρυπαρόν. Έπειτα εζήτησε λιβανωτόν διά να το ρίψη εις την πυράν.

Έσκυψα και εφίλησα την άκραν του κρασπέδου του Αγά και υπεχώρησα βήματά τινα. Αλλ' εσυλλογίσθην τον Παντελήν και τα βαρέλιά μου και τον όρμον, όπου ήλπιζα να εύρω το μέσον της εις Τήνον επιστροφής. ― Τι χάσκει εκεί; ηρώτησεν ο Αγάς. ― Αγά μου, είπα, αφήκα το υποκάμισόν μου εις το χωρίον και πρέπει να υπάγω να το πάρω. Δεν ενόησεν ο Τούρκος τι λέγω και ηρώτησε τον διερμηνέα.

Εκάγχασεν, ότε τω εξηγήθη η αίτησίς μου. ― Καλά, είπε, καλά. Σου το φέρουν το υποκάμισόν σου, αλλά συ να υπάγης προς την χώραν. Επροσκύνησα και απεσύρθην. Εις την θύραν μ 'επερίμενεν ο Αράπης, προτείνων αγερώχως την παλάμην. ― Τα χαψιάτικα, είπεν ! Είχα λησμονήσει ότι οι φυλακισθέντες υπόκεινται εις του φόρου τούτου την απότισιν.

Κοντός, εύμορφος, με μαύρα ρούχα, με άσπρον υποκάμισον, εσυχνοπερνούσεν από κάτω από τα παραθυράκια της, σαν να ήλθεν από τον ξένον κόσμον επίτηδες δι' αυτήν. Και την έβλεπεν εκείνος, και τον εκρυφοκύτταζεν εκείνη, και έλαμπεν εις το στήθος του η χρυσή καδένα, ολόχρυσος, από βενετικό καθαρό μάλαμμα, θαμβόνουσα τους οφθαλμούς της.

Ο γέρων Φούρβης ήνοιξε την θύραν και ενεφανίσθη με το υποκάμισον εις το διάκονον αυτής. — Ποίος είσαι; Ποιος σ' έστειλε; Τι θέλεις; — Να μου ανοίξης την πόρτα. — Σου την άνοιξα. — Την πόρτα του μοναστηρίου. — Διά να φύγης; — Βέβαια. — Και διά πού; Ο διάβολος σ' έβαλε, τέτοιαν ώρα; — Να μου ανοίξης, επέμενεν ο ξένος. — Βέβαια, δεν είσαι εις τα λογικά σου, είπεν ο μπάρμπα Φούρβης.

Ο Λαλεμήτρος έκθαμβος από την άρρητον χαράν της επανόδου του, κρατών εις χείρας ακόμη το αντίδωρον μετ' ευλαβείας αρχαίου νεοφωτίστου, με τα μαύρα τσόχινα ρούχα του, το κάτασπρον υποκάμισόν του, και με την χρυσήν καδένα του, αλλά με υπόλευκον πλέον την κόμην, προσηύχετο ακόμη εκεί τας τελευταίας προς τον άγιον ευχάς του.

Επήδησα ταχέως έξω, εφόρεσα το υποκάμισόν μου, την περισκελίδα μου, έκαμα ένα βήμα διά να αναβώ. Άνω της κορυφής του βράχου, του οποίου η βάσις εβρέχετο από την θάλασσαν, θα έλυα την Μοσχούλαν, την μικρήν αίγα μου, και με διακόσια ή περισσότερα βήματα θα επέστρεφα πλησίον εις το κοπάδι μου.

Τι του είχεν έλθει; Και ούτε εξήλθεν εις την ξηράν διά ν' αλλάξη, όπου άλλως δεν θα εύρισκεν ενδύματα, αλλ' ηκολούθησε κολυμβών το απομακρυνθέν πλοίον, με το υποκάμισον και την περισκελίδα φουσκωμένα ως πανία βάρκας, υπεράνω της επιφανείας της θαλάσσης, είτα δε ανελθών εις λέμβον, εζήτησε διά νευμάτων από τους επί του πλοίου θριαμβευτικώς αλαλάζοντας παίδας να του ρίψωσιν ενδύματα· μικρός μούτσος ευσπλαγχνισθείς, του έρριψεν υποκάμισον και περισκελίδα ιδικά του, και ο Χριστοδουλής, αφού ήλλαξε, προσεκολλήθη εις μίαν των πλευρών, και πιασθείς από σχοινίον, ανήλθε θριαμβεύων εις το υψηλόν και ανερμάτιστον σκάφος.

Ακόμη δε και τα υποδήματα που εφορούσες είπες ότι μόνος τα ειργάσθης, και το φόρεμά σου ότι το ύφανες και το υποκάμισόν σου ακόμη. Και μάλιστα εκείνο που εφάνη παραδοξότατον και επίδειξις της πολλής σου σοφίας ήτο, όταν είπες ότι η ζώνη του υποκαμίσου, που εφορούσες, είναι καθώς αι πολυτελείς Περσικαί, και ότι αυτήν την έπλεξες συ ο ίδιος.