Vietnam or Thailand ? Vote for the TOP Country of the Week !
Ενημερώθηκε: 19 Μαΐου 2025
Εκάγχασεν, ότε τω εξηγήθη η αίτησίς μου. ― Καλά, είπε, καλά. Σου το φέρουν το υποκάμισόν σου, αλλά συ να υπάγης προς την χώραν. Επροσκύνησα και απεσύρθην. Εις την θύραν μ 'επερίμενεν ο Αράπης, προτείνων αγερώχως την παλάμην. ― Τα χαψιάτικα, είπεν ! Είχα λησμονήσει ότι οι φυλακισθέντες υπόκεινται εις του φόρου τούτου την απότισιν.
Είχεν ήθος σοβαρόν και ψυχρότατον· η παρουσία της μόνη προυξένει παγετόν εν καιρώ φθινοπώρου. — Τι θέλεις εδώ; είπε προς την Σιξτίναν ευθύς ως εισήλθεν. — Ήλθα να υπηρετήσω την ξένην, απήντησε τρέμουσα η μοναχή. — Τέτοια ώρα; Μεσάνυκτα; — Είνε μεσάνυκτα; είπεν αυτομάτως η Σιξτίνα, αγνοούσα πράγματι τι ώρα ήτο. — Λοιπόν τέτοια ώρα κάμνεις τας επισκέψεις σου; επανέλαβεν αγερώχως η ηγουμένη.
Ο Πρωτόγυφτος επέβαινεν εφ' ημιόνου, και εκάθητο επί του σάγματος αυτού μετά τόσης συστολής και δισταγμού, ως να μη είχε βεβαιότητα περί του πράγματος. Ο δε συνοδοιπόρος αυτού εκάθητο επί ίππου όλως αγερώχως και εφαίνετο δεξιός ιππεύς. Ότε επέζευσαν, ο Πρωτόγυφτος εβάδισε παρά τον συνοδοιπόρον του σχεδόν κεκυφώς, ούτος δε είχεν όρθιον το ανάστημα.
Πεδιάς εν Συρία. — Εισέρχεται αγερώχως ο ΒΕΝΔΙΔΙΟΣ μετά του ΣΙΛΙΟΥ και άλλων αξιωματικών και στρατιωτικών Ρωμαίων. Φέρουσιν ενώπιόν του τον νεκρόν του Πακόρου. ΒΕΝΔΙΔΙΟΣ. Κατετροπώθητε τώρα, ω ακοντισταί Πάρθοι, η δε τύχη ηυδόκησε να με καταστήση εκδικητήν του θανάτου του Μάρκου Κράσσου. — Φέρετε ενώπιον του στρατού ημών το σώμα του υιού του βασιλέως.
— Ότι ο άρχων έχει ανάγκην... — Ο άρχων δεν έχει ανάγκην, είπεν αγερώχως ο ξένος. — Δεν ειξεύρω να μιλήσω καλά, ετραύλισε συνεσταλμένος ο Γύφτος. — Δεν πειράζει. Ήθελες να είπης ότι ο άρχων επιθυμεί. — Ναι, αυτό ήθελα να είπω, εψέλλισεν ο Πρωτόγυφτος. — Καλά. Βλέπεις, όταν θέλης, δύνασαι να ομιλής ελληνιστί, είπεν ο άρχων. — Όταν μου τα λένε, τα διορθόνω, είπεν ο Γύφτος. — Και τούτο καλόν.
Γνωρίζομεν εκείνους, οίτινες μας εγνώρισαν κ' ετόλμησαν να μας χαρακτηρίσωσιν ως φυλήν πτωχαλαζόνων επαιτών, φλυαρούντων μεν αγερώχως περί των προγονικών αρετών και μασσώντων αδιακόπως τας δάφνας των πατέρων των, ως οι Αμερικανοί τα φύλλα του καπνού των, αλλά τεινόντων συγχρόνως την χείρα προς τον έλεον της Ευρώπης και εκλιπαρούντων τον οβολόν των ισχυρών, απαράλλακτα ως πολλοί των μεγάλων ημών αγωνιστών απόγονοι τείνουσι διαρκώς την χείρα προς τον δημόσιον προϋπολογισμόν, καυχώμενοι ότι είχον την δόξαν να γεννηθώσι παρ' ανδρών αποθανόντων υπέρ της πατρίδος.
— Ως που να κλείσουμε της κάλπαις και να υπογράψωμε το πρακτικό θα πάη εφτάμισυ. — Εγώ είμαι ο πρόεδρος, είπεν αγερώχως ο κ. Νιαουστεύς. — Ημείς είμαστε η πλειοψηφία. Ο κυρ-Ανδρέας έσπευδε και δεν ήθελε πολλά λόγια. Έστρεφεν από καιρού εις καιρόν βλέμμα προς την θύραν, ως να επερίμενε δυσάρεστόν τι εκείθεν.
— Αγουρασμένον τον έχεις τον τόπον; Παρετήρησέ ποτε είς τινα αγερώχως προσελθούσαν πλησίον της και ζητούσαν να την απωθήση. — Αγουρασμένον! Απήντησεν εκείνη. — Κιγώ πού θα σταθώ; — Όπ' στηκέτανε η μάννα ς'! Απεκρίθη εμπαικτικώς η εξ οικογενείας καταγομένη. Και συγχρόνως άλλη παραπέρα ισταμένη — από σόι και αυτή — προσέθηκεν: — Όπ' άπλουνε τα δίχτυα ου πατέρας σ'!
Λέξη Της Ημέρας
Άλλοι Ψάχνουν