United States or Morocco ? Vote for the TOP Country of the Week !


Ευθύς ως ήκουσε την ανακοίνωσιν του Μανώλη, ο κυρ-Ανδρέας έσυρε το ωρολόγιόν εκ της μικράς τσέπης του περιστηθίου του, και κρατών αυτό εις την παλάμην, επανήλθεν εις τους συναδέλφους του καθημένους περί την τράπεζαν, με τον κυρ-Αγγελήν τον Μαλλίνην εν τω μέσω, όστις με την πένναν εις την χείρα, εσημείωνεν έν όνομα εκλογέως κάθε τέταρτον της ώρας, και εν τω μεταξύ εφλυάρει κ' εκάπνιζεν ογκωδέστατα τσιγάρα, τα οποία ελάμβανεν αυτοδικαίως από τους αντιπροσώπους και αναπληρωτάς των υποψηφίων.

Κύριοι, είπεν ο κυρ-Ανδρέας ο Απίκος, η ώρα είνε επτά και πέντε· καιρός να κηρύξωμεν την λήξιν της ψηφοφορίας, να κλείσωμεν το κιβώτιον των καλπών, να συντάξωμεν το πρακτικόν και να ετοιμασθώμεν διά την διαλογήν. Έσυραν όλοι τα ωρολόγια των. Τα ωρολόγια των δύο άλλων μελών της πλειοψηφίας εδείκνυον, του ενός επτά παρά τρία, του ετέρου επτά παρά εννέα.

Φαίνεται ότι η ανακοίνωσις του Μανώλη του Πολυχρόνου απέβλεπε τους πέντε εμπιστευμένους φίλους, τους οποίους ωδήγει όπως ψηφίσωσιν υπέρ του αντιθέτου κόμματος ο κυρ Μανουήλος ο Στεριωμένος. — Δεν με μέλει τόσο για τη διαλογή αν θ' αργήση, είπε με τόνον ειλικρινείας ο κυρ-Ανδρέας ο Απίκος· αρκεί να κλείσουν η κάλπαις για να ησυχάσουμε.

Κήρυξ, εφώναξε προς την θύραν στραφείς ο κυρ-Ανδρέας ο Απίκος, βλέπων ότι η ώρα παρήρχετο. Ο κήρυξ όστις ανήκε φαίνεται εις τους Ανδρογενοχωρίστραις, μυρισθείς ότι κάτι τον ήθελαν, είχε πλησιάσει προς την θύραν. — Κήρυξ, επανέλαβεν ο κυρ-Ανδρέας, φώναξε δυνατά τρεις φοραίς, όποιος είνε για να ψηφίση ναρθή, γιατί θα κλείσουμε της κάλπαις.

Ο κήρυξ ήνοιξε το στόμα, όπως εκτελέση την διαταγήν ταύτην, όταν εις την θύραν του σχολείου εφάνη ο κυρ-Μανουήλος ο Στεριωμένος, ακολουθούμενος υπό των πέντε αχωρίστων φίλων, των περί τον Κουσουρήν και Απίκραντον. — Πώς αρχίζει η διαλογή; εψέλλισε με ηλλοιωμένον το πρόσωπον ο κυρ Μανουήλος ο Στεριωμένος. — Φώναξε, υπέγρυξε προς τον κήρυκα ο κυρ-Ανδρέας, ευθύς ως είδε τα νέα εμφανισθέντα πρόσωπα.

Ως που να κλείσουμε της κάλπαις και να υπογράψωμε το πρακτικό θα πάη εφτάμισυ. — Εγώ είμαι ο πρόεδρος, είπεν αγερώχως ο κ. Νιαουστεύς. — Ημείς είμαστε η πλειοψηφία. Ο κυρ-Ανδρέας έσπευδε και δεν ήθελε πολλά λόγια. Έστρεφεν από καιρού εις καιρόν βλέμμα προς την θύραν, ως να επερίμενε δυσάρεστόν τι εκείθεν.

Ο κυρ-Μανουήλος ο Στεριωμένος διεμαρτύρετο από της θύρας κ' έστελλεν απειλητικά βλέμματα προς τον Απίκον. Ο κυρ-Ανδρέας του απήντα διά περιφρονητικού μειδιάματος. — Τώρα; είπεν ο Μπάρμπα Γιώργης ο Απίκραντος.

— Κ' εγώ έχω επτά παρά τρία, είπε το άλλο μέλος της επιτροπής. — Κ' εγώ επτά παρά δέκα. — Κ' εγώ έχω έξ και δεκαοκτώ, είπεν ο ελληνοδιδάσκαλος. — Είνε επτά η ώρα, επέμεινεν ο κυρ-Ανδρέας ο Απίκος. Δεν βλέπετε που ο ήλιος εβασίλεψε! εις τας επτά γράφει και το πρόγραμμα. — Γράφει εις τας επτά και είκοσι δύο λεπτά, είπεν ο ελληνοδιδάσκαλος.

Εκεί εκάλεσεν εις την θύραν τον κυρ- Ανδρέαν τον Απίκον, έν των μελών της επιτροπής, και του εσύριξεν ολίγας λέξεις εις το ους. Ο κυρ-Ανδρέας ο Απίκος και δύο άλλα μέλη απετέλουν την πλειοψηφίαν της επιτροπής και ήσαν αφωσιωμένοι εις τους Ανδρογυνοχωρίστραις.

Είνε και άλλοι να ψηφοφορήσουν, είπεν ο ελληνοδιδάσκάλος, όστις ενώ το πρωί επεδείκνυεν αμεροληψίαν, έως την εσπέραν είχε καταντήσει βαθμηδόν να φανατισθή υπέρ των Χαλασοχώρηδων. — Δεν είνε άλλοι, είπεν ο κυρ-Ανδρέας. Αλλά και αν είνε, ο κύριος πρόεδρος ας κάμη το χρέος του, και ας διατάξη τον τελάλη να φωνάξη τρεις φοραίς, πριν κλείσωμε της κασσέλαις. Ορίστε, κύριε πρόεδρε.