United States or Albania ? Vote for the TOP Country of the Week !


Πριν καταβώσιν από την οικίαν, ο γαμβρός, καθώς είχε πλησιάσει την νύμφην, την ηρώτησε με πολύ χαμηλήν φωνήν, διά να μην ακούσουν ο σύντεκνος και οι άλλοι οικείοι, ιστάμενοι πλησίον·Σου της έδωκε ο Θανάσης; Η Αφέντρα, μη τολμώσα ν' αρθρώση φωνήν, καθώς ένευε την κεφαλήν κάτω, κατένευσεν ακόμη χαμηλότερα, ερυθριώσα·Της έχεις; ηρώτησε πάλιν ο Γρηγόρης.

Επειδή όμως είχον πλησιάσει αρκετά, ώστε δεν ήτο πλέον καιρός να οπισθοδρομήσωσιν, ούτε αλλαχόθεν να διαβώσιν, ενθαρρύνας τους στρατιώτας, ώρμησεν εμπρός, και διέβησαν όλοι πολεμούντες, βλάψαντες πολύ περισσότερον τους εχθρούς, παρ' όσον αυτοί εβλάφθησαν από εκείνους.

Αχ ναι· ο υψηλός και λευκοφορεμένος γέρων, ον η Μάρω κατά την τελευταίαν της στιγμήν διέκρινε μακράν εις τον ορίζοντα, ήδη είχε πλησιάσει κ' εσάλευε γαληνιαίως τα χείλη κ' εκίνει τας χείρας άνω των αθώων νεκρών. Κ' έξαφνα είδεν η κακή Κυρά την λευκήν χιόνα να λαμποκοπά και να καταυγάζεται και όλην εκείνην την έρημον να μεταβάλλεται κατ' ολίγον εις απέραντον θάλασσαν φωτός.

Η Ακτή είχεν ειπεί την αλήθειαν. Ο Καίσαρ, κύπτων επί της τραπέζης, με τον ένα οφθαλμόν ημίκλειστον, είχε πλησιάσει εις το άλλο τον εκ σμαράγδου μονύελόν του. Τους παρετήρει: Το βλέμμα του συνήντησε το βλέμμα της Λιγείας και η καρδία της παρθένου επάγωσεν.

Κήρυξ, εφώναξε προς την θύραν στραφείς ο κυρ-Ανδρέας ο Απίκος, βλέπων ότι η ώρα παρήρχετο. Ο κήρυξ όστις ανήκε φαίνεται εις τους Ανδρογενοχωρίστραις, μυρισθείς ότι κάτι τον ήθελαν, είχε πλησιάσει προς την θύραν. — Κήρυξ, επανέλαβεν ο κυρ-Ανδρέας, φώναξε δυνατά τρεις φοραίς, όποιος είνε για να ψηφίση ναρθή, γιατί θα κλείσουμε της κάλπαις.

Την ιδίαν στιγμήν οι Ανδρογυνοχωρίστραις με την βάρκαν των, σχεδόν χωρίς κανείς να τους εννοήση, παρατηρήσαντες προ πολλού την εμφάνισιν των δύο λέμβων, είτα την συνάντησιν αυτών μετά του κοττέρου, είχαν πλησιάσει σιγά και γοργά και είχαν φθάσει ήδη εις το μέρος όπου είχαν σταματήσει πλησίον αλλήλων αι τρεις λέμβοι, ενώ αντήχει ακόμη η πρόσκλησις του Λάμπρου του Βατούλα·

Αλλ' εις τας κοιλάδας της Γεννησαρέτ, ίσως από του άντρου ληστού τινος εις αγρίας φάραγγας της Κοιλάδος των Περιστερών, δυνατόν να είχε πλησιάσει εις την Παρουσίαν του Κυρίου, δυνατόν να υπήρξεν είς εκ των τελωνών εκείνων και αμαρτωλών οίτινες προσήχοντο διά να Τον ακούωσι. Και οι λόγοι του Ιησού είχον εύρη χώρόν τινα εις το αγαθόν έδαφος της καρδίας του· δεν είχον πέσει όλοι επί πετρώδους γης.

Μεγάλο, μικρό... η φορτούνα το σπρώχνει κατά 'δώ. — Ξυλάρμενο; είπεν ο άλλος. — Ποιος μπορεί να διακρίνη; Παρήλθον ολίγα λεπτά της ώρας. Το πλοίον είχε πλησιάσει. Εφαίνετο να έχη κατεβασμένα τα πανιά. Ηκούσθη κρότος αλύσεως. — Να, άραξε, είπεν ο Νικολός το Πιτς. Θε μου, και να ήτον φορτωμένο κρασιά; ...ο Χριστός το στέλνει.

Δεν θέλω εγώ ιστορίες μες στο σπήτι μου, ακούς;... — Να βρω κάμερα και φεύγω, κυρά!... Δεν επρόφθασε να τελειώση τον λόγον, και, πατ, κιούτ! του έρχονται δύο κατακεφαλιαίς εκ των όπισθεν. Η Κατερνιώ, με ελαφρόν βήμα, είχε πλησιάσει εκ των νώτων, κ' εννοούσε να εκδικηθή διά την προσβολήν. — Φχαριστώ, κερά μου...μη χερότερα!

Και λοιπόν εξηκολούθησεν ο Σωκράτης, αν ήτο υποχρεωτικόν και το άζεστον να είναι άφθαρτον, οπόταν ήθελε πλησιάσει κανείς ζεστόν επάνω εις χιόνι, το χιόνι δεν θα εγλύτωνε και θα έμενεν απείρακτον και άλυωτον; Διότι βεβαίως δεν θα εφθείρετο, ούτε πάλιν υποφέρον το ζεστόν θα εδέχετο την ζέστην. Αληθινά λέγεις, είπεν ο Κέβης.