United States or Jordan ? Vote for the TOP Country of the Week !


Η θάλασσα είχε φάγει όλην την γενεάν της. Τον άνδρα της και πέντε τέκνα της. Ο άνδρας της, ο καπετάν Χιόνας, ένας ναύτης κάτασπρος, με κάτασπρα γένεια και κάτασπρα ρούχα, επνίγη με τα δύο τέκνα του, ότε η βρατσερίτσα του σύμψυχος απώλετο, απέξω από την Κύμην, φορτωμένη κρασιά.

Αν και οι πόλεμοι και τελευταίως αι λύπαι και αι θλίψεις, με τας οποίας εποτίσθη εξ αφορμής του προς την Λίγειαν έρωτός του, τον κατέβαλον ολίγον, ήτο εν τούτοις συμπαθέστατος και όλων των γυναικών τα βλέμματα, μηδέ της Ποππέας εξαιρουμένης, προσηλούντο επάνω του. Τα παγωμένα κρασιά πολύ γρήγορα εζέσταναν τας κεφαλάς των συνδαιτυμόνων. Η ημέρα εκείνη του Μαΐου ήτο εκτάκτως θερμή, καυστική μάλιστα.

Ο Μανώλης όμως διά του ζήλου και διά της δραστηριότητός του έγεινε μετ' ολίγα έτη ο πρώτος μικροκυβερνήτης του χωρίου, συγκεντρών εις χείρας του τους καλλιτέρους ναύλους. Να υπάγη εις Γλώσσαν να φέρη κρασιά διά τους παντοπώλας. Να υπάγη εις Κυρά-Παναγιάν διά τυριά. Να μεταφέρη εις Λοκρίδα τους μελισσοκόμους. — Άξια βάρκα! Την εκαμάρωναν οι νησιώται την σκαμπαβίαν. Και την διετήρει τόσον καθαράν.

Το ταξείδι μας εστάθη πολλά ευτυχισμένον από αέρα, και αρμενίζαμεν με πολλήν χαροποίησιν, αλλά πριν να φθάσωμεν εις τον ποθούμενον τόπον, οι σύντροφοι μου έκαμαν να γνωρισθούν πως δεν ήσαν άνθρωποι τιμημένοι· επειδή και εκείνην την νύκτα που εμέλλαμεν να φθάσωμεν εις τον λιμένα, έβγαλαν διάφορα κρασιά εκλεχτά που είχαν, με τα οποία έκαμαν κάθε τρόπον και με εμέθυσαν.

»Εις το έτος 1803 εφόρτωσα από Λιβόρνον κρασιά και λάδια εις το πλοίον μου ονομαζόμενον «Άγιος Νικόλαος» με σημαίαν τουρκικήν και διοικούμενον παρ' εμού του Γεωργίου Α. Λουμάκη, αποφασισμένος διά τας Αντίλλας, Μαρτινίκαν, Γουαδαλούπαν και λοιπάς νήσους, διά λογαριασμόν ιδικόν μου. »Αναχωρούντες από Λιβόρνον εις τας 29 Μαρτίου διά ημέρας 44 εφθάσαμεν έξω Λουίζας και Μαρτινίκας.

Ο υπενωμοτάρχης με τους συντρόφους του έφτασε στο μπακάλικο και ζήτησε απ' το μπακάλη τρία κρασιά, ρίχνοντας πεταχτή τη ματιά του μέσα στο μαγαζί. Στο σκοτεινό του βάθος τρεις τέσσαρες μεσόκοποι κι ένας νιός έπαιζαν χαρτιά κι έπιναν μαστίχα. Σαν είδαν τους στρατιώτας όξω χαιρέτησαν, κρυφομίλησαν κάτι και ξανάρχισαν τα χαρτιά.

Μεγάλο, μικρό... η φορτούνα το σπρώχνει κατά 'δώ. — Ξυλάρμενο; είπεν ο άλλος. — Ποιος μπορεί να διακρίνη; Παρήλθον ολίγα λεπτά της ώρας. Το πλοίον είχε πλησιάσει. Εφαίνετο να έχη κατεβασμένα τα πανιά. Ηκούσθη κρότος αλύσεως. — Να, άραξε, είπεν ο Νικολός το Πιτς. Θε μου, και να ήτον φορτωμένο κρασιά; ...ο Χριστός το στέλνει.

ΚΗΡΥΞ Πολίται! από σήμερα στη Στρατηγό τραβάτε, για να σας 'πη ο κλήρος σας κ' η τύχη, που θα πάτε να κάτσετε θα βρήτε κάθε τράπεζα παντού ετοιμασμένη, που είνε μ' όλα ταγαθά του κόσμου φορτωμένη, και κάθε κλίνη με μαλλιά και τάπητες στρωμένη! Η μυροπώλιδες, γραμμή, κρατήρες σας γεμίζουνε από κρασιά• με στη φωτιά μπριζόλες τσιτσιρίζουνε, και περασμένοι οι λαγοί μεσ' στα σουβλιά γυρίζουνε.

Αυτή που κοντά σου ευχαριστιότανε με τα πλούσια υφάσματα, με τα λευκά γουναρικά, με τα στολίδια, με της μαρμάρινες σάλλες, τα καλά κρασιά, της τιμές και της χαρές, α! όταν θα δη την αυλή των λεπρών σου, όταν θ' αναγκασθή να μπη στης χαμηλές μας τρώγλες και να κοιμηθή μαζύ μας, τότε η Ιζόλδη η Ωραία, η Ξανθή, θ' αναγνωρίση την αμαρτία της, και θα πεθυμήση χίλιες φορές αυτήν την ωραία φωτιά των αγκαθιών

Αυτούς τους λόγους έλεγαν εκείνοι ανάμεσόν τους• 620 και οι καλεσμένοι επήγαιναντου βασιληά το σπίτι• και άλλοι εφέρναν πρόβατα, άλλοι κρασιά γενναία• άρτον η εύμορφομάντηλαις γυναίκες τους εστέλναν, έτσι αυτού μεςτα δώματα τον δείπνον ετοιμάζαν.