United States or Nicaragua ? Vote for the TOP Country of the Week !


— Ο Θεός να σας συχωρέση μ' ό,τι κάματε, πολυέλαιος και πολυεύσπλαχνος είνε. Τόρα πάρτε αυτό το πλαστάρι το ψωμί, που σας άφησα εκεί στο κρεββάτι, νάτε κι αυτά τα δυο τάλληρα, κι αγάλι' αγάλια χωρίς να βροντήσετε και σας καταλάβουν και τραβάτε. Ν' αφήσετε μονάχα την πόρτα ανοιχτή, κι ότι έκαμα για σας να μη βγη από το στόμα σας.

Ας κρεμασθούν και τα δικά μου κόκκαλα, τρόπαιο θλιβερό απάνω του, όπως και των άλλων παλαβών. Όχι όμως να μην το γνωρίσω ποτέ στη ζωή μου. Τότε γιατί έζησα τόσον καιρό, γιατί έγινα εικοσάχρονος, γιατί έμαθα τη θάλασσα, γιατί ανασκάλισα τους βυθούς; Μόνον για το καρβέλι! — Τραβάτε για το λιμάνι, τραβάτε να πιούμε και καμμιά· είπεν ο καπετάνιος βαριεστισμένος. Οι γερόντοι λένε κάποτε και παραμύθια.

ΚΗΡΥΞ Πολίται! από σήμερα στη Στρατηγό τραβάτε, για να σας 'πη ο κλήρος σας κ' η τύχη, που θα πάτε να κάτσετε θα βρήτε κάθε τράπεζα παντού ετοιμασμένη, που είνε μ' όλα ταγαθά του κόσμου φορτωμένη, και κάθε κλίνη με μαλλιά και τάπητες στρωμένη! Η μυροπώλιδες, γραμμή, κρατήρες σας γεμίζουνε από κρασιά• με στη φωτιά μπριζόλες τσιτσιρίζουνε, και περασμένοι οι λαγοί μεσ' στα σουβλιά γυρίζουνε.

Κτύπησε καλά τα πόδια, δυνατά να περπατάνε, 'ς όλες μας ντροπή θε νάνε, αν οι άνδρες μας τσακώσουν και μας νοιώσουν• Τυλιχθήτε όσο παίρνει• στρέφετε κάθε φορά δεξιά κι' αριστερά, κι' όλο γρήγορα τραβάτε μη μας έλθη συφορά. Τώρα στη παληά τη θέσι είμαστε κοντά πολύ, που βρεθήκαμε τη νύχτα για να πάμε στη Βουλή.

Άφοβα να μεθάτε με τα ρήματά τους ο Χριστός ορίζει, γιατί στον αμπελώνα τον καλόν η πράξεις των ωρίμασαν. Ε σεις που είσαστε στα σανίδια κει ανεβασμένοι, τραβάτε την αυλαία και ο κόσμος κάτω περιμένει. Φυλακή με της συνηθισμένες ρωμαϊκές στοές από χονδρά τούβλα. Από το δεξί μέρος και αψηλά κοντό και στενά άνοιγμα στον τοίχο, χρησιμεύοντας για παραθύρι. Άχυρα σε μια γωνιά κι' ένα κανάτι.

Ζούσε η καημένη με τ' αργατικό, πότε στ' αμπέλια και πότε στα χωράφια των χωριανών της, κι' ενώ όλος ο κόσμος τη συμπονιώνταν, αυτή δεν τώβανε κάτω, αλλ' απολογιώνταν με θυμό: — Μπα! και ποιος σας πληρόνει να μου τραβάτε την αγκούσα; Μη σας πέρασ' από την ιδέα, ότι χάθηκε το παιδί μ' και δε θα μώρθ'; Αυτό ζη και βασιλεύει, δόξα σ' ο Θεός! Έτσι μου λέει η ελπίδα, πώχω εδώ μέσα στην καρδιά μ'!

Και ρίχνονται όλοι απάνω μου, με ψηλαφούν, σφίγγουν τα κρέατά μου, κινούν τα μπράτσα μου και ακόμη δεν πιστεύουν πως είμαι γερός. — Μα τραβάτε, παιδιά· λέγω στενοχωρημένος· το δέντρο εκόπηκε. Ρίχνονται στα κουπιά· τραβούν με δύναμι. Ναι! Αντί να σύρη εμπρός πίσω πηγαίνει το καΐκι μας. — Μωρέ μας γελάς· λέγει ο καπετάνιος αγαναχτισμένος· τι μολογάς πως έκοψες το γιούσουρι;