United States or Vietnam ? Vote for the TOP Country of the Week !


Δεν θέλω πια την ακοή μου. γέννημα του Βελιάλ, να βεβηλώνουν τα λόγια της φθοράς. Με σώνουν τα όσα άκουσα, όταν στην ανομίαν εκυλιώμουνα μαζύ σας, όταν ελογιζόμουνα σαν τρίβολος μεσ' στου Χριστού τον αμπελώνα κι' ήμουν της αρετής το σκάνδαλο σ' αυτήν εδώ την Βαβυλώνα. Ό,τι και αν μου πης δεν σε πιστεύω. Σ' όλα τα λόγια σου του κόρακα το κράξιμο αγναντεύω.

— Η θειά-Ζωίτσα συνήθιζε κατ' έτος την πρωτομαγιά να μεταβαίνη εις τον αμπελώνα μετά των θυγατέρων της «νύχτα-νύχτα». Και διότι πιστή εις τα πάτρια δεν ήθελε να παραμελήση μίαν ωραίαν συνήθειαν, η ποιητικωτάτη την καρδίαν γραία, αλλά το σπουδαιότερον, διότι έπρεπε να προφυλάξη την ημέραν ταύτην από της διαρπαγής τα προσφιλή προϊόντα της, έργα των χειρών της, και μίαν μεγάλην πυκνόφυλλον και πλατύφυλλον καρυδέαν, ην απεμάδων τελείως οι παίδες και αι κορασίδες συμπλέκοντες τους στεφάνους των διά των πλατεών και χλοερών φύλλων του ωραίου δένδρου.

Ο αμπελών ούτος του Κυρίου των Δυνάμεων ήτο ο οίκος του Ισραήλ· και ο λαός ήσαν τα κλίματα· και αυτοί οι αρχηγοί και διδάσκαλοι ήσαν εκείνοι προς τους οποίους ο κύριος του αμπελώνος φυσικά θα απέβλεπε διά την απόδοσιν του προϊόντος. Αλλά μεθ' όλα όσα είχεν πράξη διά τον αμπελώνα του σταφίλια δεν υπήρχον ή μόνον αγριοστάφυλα. «Επέβλεψεν εις κρίσιν και ιδού θλίψις εις δικαιοσύνην και ιδού κραυγή».

Ή ο λαός εκ χρηστής πεποιθήσεως, ή οι ακροούμενοι Φαρισαίοι, διά να δίξωσι την κατά το φαινόμενον περιφρόνησίν των προς την κεφαλαιώδει έννοιαν της παραβολής απήντησαν ότι κακούς καλούς θα τους απολέση, και τον αμπελώνα θα δώση εις άλλους γεωργούς πιστοτέρους και αξιοτέρους.

Ηθέλησα να ίδω καλλίτερον, να κορέσω τους οφθαλμούς μου με της αποξενώσεώς μου το θλιβερόν θέαμα, και πηδήσας την απέναντι του περιβόλου μας φραγήν ανέβην εις τον αμπελώνα, τον οποίον ο δρόμος εχώριζεν από τον κήπον μας. Το έδαφος ήτο ανωφερές, ώστε έβλεπα εκείθεν ολόκληρον την περιοχήν μας.

Μια χρονιά που δεν ημπόρεσε να εξέλθη προς φύλαξίν της, την έκαμαν «παραστόλιο» την εύσκιον καρυδέαν, «που της ήλθε της γραίας να την κόψη με το τσεκούρι». — Μήπως απόχτησε ποτέ τ' δήμαρχο αυτό το χωριό; έλεγε παραπονουμένη. Και είχε τόσα καλά να προφυλάξη ακόμη η γραία. Φύσει αγαπώσα την γεωργίαν ως είδομεν, είχε μεταβάλει τον αμπελώνα της εις αληθή κήπον. «Περιβολάκι» τον ωνόμαζε.