United States or Heard Island and McDonald Islands ? Vote for the TOP Country of the Week !


Όταν άλλοτε από το ύψος του βράχου απέβλεπα εις την εύφορον κοιλάδα, από του ποταμού μέχρι των λόφων εκείνων, και το παν γύρω μου έβλεπα να βλαστάνη και να αναβλύζη· όταν έβλεπα τα βουνά εκείνα ενδυμένα από τους πρόποδας μέχρι των κορυφών με υψηλά πυκνά, δένδρα, τας κοιλάδας εκείνας με τους ποικίλους ελιγμούς των να ισκιώνωνται από τα τόσο όμορφα δάση και ο γλυκύς ποταμός παρέρρεε μεταξύ των ψιθυριζόντων καλαμιών, και κατώπτριζε τα προσφιλή νέφη, που μετέωρα στον ουρανό εσέρνονταν από τον γλυκό, εσπερινό αγέρα· όταν άκουα τότε τα πτηνά γύρω μου να εμψυχώνουν το δάσος και μυριάδες σμήνη κωνώπων εύθυμα εχόρευαν εις τας τελευταίας ερυθράς ακτίνας του ηλίου, και το τελευταίον σπαράσσον βλέμμα του αποσπούσε τον βομβούντα κάνθαρον από το χόρτον του· και ο συριγμός και η γύρω μου κίνησις με έκαμναν προσεχτικόν εις το έδαφος, και το βρύον, που από τον τραχύν του βράχου εκβιάζει την τροφήν του, και το σπάρτον, που βλαστάνει εκεί πέρα στον ξηρόν αμμώδη λόφον, μου εξάνοιγε την εσωτερικήν, διάπυρον, ιεράν ζωήν της φύσεως· πώς εδεχόμην όλα αυτά εις την θερμή μου καρδιά, αισθανόμουν τον εαυτόν μου μέσα στην πλημμυρούσαν αφθονίαν ως αποθεωμένον, και αι λαμπραί μορφαί του απείρου κόσμου εκινούντο εις την ψυχήν μου ζωογονούσαι το παν.

Έκαμες και συ ό,τι ηδύνασο διά την προσφιλή σου αδελφήν. ΚΛΥΤΑΙΜΝΗΣΤΡΑ Έχεις τίποτε να μοι παραγγείλης, ίνα το πράξω προς χάριν σου εις το Άργος ; ΙΦΙΓΕΝΕΙΑ Ναι, να μη μνησικακής κατά του πατρός μου και συζύγου σου. ΚΛΥΤΑΙΜΝΗΣΤΡΑ Αυτός θα έχη να υποστή δεινόν αγώνα προς την ιδίαν εαυτού συνείδησιν διά σε. ΙΦΙΓΕΝΕΙΑ Με θανατώνει μεν αλλ’ ακουσίως και χάριν της Ελλάδος.

Τις οίδεν εάν οι φονείς δεν εύρον τα επίχειρα της κακίας αυτών θεόθεν, απολεσθέντες εν τη γενική εκείνη καταστροφή, μόνοι αυτοί δικαίως, μεταξύ τόσων αθώων; Αλλ’ όταν μετ' ολίγον εγνώρισα τον Εφέντην μετέβαλον γνώμην, και ήλπισα κ' εγώ μετά των λοιπών, ότι ο ζήλος αυτού θα ικανοποιήση τον νόμον και θα μας βοηθήση προς εκπλήρωσιν του θλιβερού προς τον προσφιλή ημών νεκρόν καθήκοντος.

Εντός του παρεκκλησίου εκείνου εστεφανώθησαν οι γονείς μου, και επιθυμία των ήτο υπό του νάρθηκός του τας πλάκας να ταφώσιν, εκεί, ο είς πλησίον του άλλου. Αλλ' ούτε οι γονείς μου ανεπαύθησαν εκεί, ούτε τα ιδικά μου οστά πέπρωται να επιστρέψωσιν εις χουν εις την προσφιλή εκείνην της πατρίδος γωνίαν.

Αλλ' όμως η θεια Μαχώ το Φαλκάκι, ηγάπα το παλαιόν χωρίον της, το μέρος όπου είχε γεννηθή κι' αυτή ένα καιρόν, όταν το χωρίον εκατοικείτο ακόμη, περί τους χρόνους του Αγώνος, και όπου διήλθε τα προσφιλή εις πάσαν μνήμην έτη της παιδικής ηλικίας. Διά τούτο εφρόντισε με κάθε τρόπον να διατηρήση το παλαιό σπιτάκι, την φωλεάν των γονέων της, την κοιτίδα αυτής της ιδίας.

Και τούτο την εβασάνιζεν, έως ου τελευταίον ησθάνετο κόπωσιν εις τα γόνατα και πόνους εις την οσφύν, ελαττώσασα εσχάτως και την προσφιλή αυτής γεωπονικήν εργασίαν. Ούτως η αργοπορία της εκπληρώσεως των πόθων μας εξασθενίζει τα νεύρα, ως να είνε ταύτα εξηρτημένα από την ολονέν απομακρυνομένην επιθυμίαν μας.

Αλλ' ούτε εναντίον της ανθρωπίνης φύσεως μοι φαίνεται το να ενθυμηθή τον προσφιλή γελωτοποιόν ο Ληρ εν μέσω της δυστυχίας αυτού ούτε εναντίον της δραματικής τέχνης το να μην αφήση ο ποιητής τους θεατάς εν πλήρει αγνοία περί της τύχης του πτωχού τρελλού. Η αίτησις αύτη του Ληρ εξηγείται υπό της ψυχικής αυτού καταστάσεως.

Δεν βλέπετε πώς αλληλοπαρατηρούνται και αλληλοεξετάζονται εις τον δρόμον; Και να σας είπω μίαν ιδέαν που έχω; Μετά δύο ή τρεις συνεδριάσεις αι θεσμοφοριάζουσαι της «Ενώσεως» θα λησμονήσουν όλα τα σοβαρά ζητήματα και θα επανέλθουν εις την προσφιλή των συζήτησιν περί πτερών, ταινιών, χρωμάτων, κουρελίων. Και κάθου γύρευε έπειτα οικιακήν οικονομίαν και λοιπά ανούσια κοροφέξαλα.

Αλλ' ο γνωρίζων ότι ο άνθρωπος δεν ζη μόνον επ' άρτω, δεν απόλλυσι τοιουτοτρόπως, μόνον και μόνον διά να ζήση, παν ό,τι καθιστά την ζωήν προσφιλή.

Ουχ' ήττον ακροωμένη τας πνοάς του απαύστως βοΐζοντος βορρά, συχνάκις επανελάμβανεν: — Ούτε πουλί πετάμενο! . . . Ελησμόνησε και τα προσφιλή της δίστιχα και τα άφινεν ημιτελή. Και πάλιν διελογίζετο παρά την εστίαν καθημένη: — Τίποτε παράξενο, παιδί μου, να τον κοντραστάρισαν τον Αναποδιασμένον και να πήγαν όλοι σύψυχοι!