United States or Andorra ? Vote for the TOP Country of the Week !


Και εκέρδιζεν εκεί ακόπως ικανά δολλάρια καθ' εκάστην, και ιδίως τας εορτάς. Είχε βαρύνη πολύ το πουγγίον του και διελογίζετο μετά έν ακόμη έτος να επανέλθη πλέον εις την πατρίδα του, ότε μία Ιταλίς μονόφθαλμος, και ηγκυλωμένην έχουσα την δεξιάν ως αρπάγην αλιέως, εποφθαλμιώσα την θέσιν του εκείνην, την τόσον προσοδοφόρο, δεν ξεύρω πώς, τον περιέπλεξεν εις μίαν αδιέξοδον πλεκτάνην.

Διελογίζετο, ταλανίζων εαυτόν: — Τι ήθελες, τι γύρευες κυρ-Δημάκη μου; Δεν εκύτταζες την δουλειά σου; Είνε και ντροπή! Όχι άλλο! Και έφθανεν εις το μικρόν κελλίον η μελωδία της αγρυπνίας, άρρητος, γλυκητάτη. Εψάλλετο η λιτή: «Ο Ουρανός και η γη σήμερον πνευματικώς ευφραινέσθωσαν». — Πρέπει ναρθούν βάρκες! Εψιθύριζεν ο κυρ-Δημάκης, βλέπων το πέλαγος ήσυχον.

Τις έπταιε! Διελογίζετο ο Μπάρμπα-Σταύρος, ου η όρεξις, αναμένοντος τόσας ώρας την πλουσίαν και ορεκτικήν τράπεζαν μετά τόσα παθήματα και τόσην νηστείαν, είχε καταντήσει εις οργήν και λύπην. — Ο Κομποδήμος έπταιε μόνος, ή και η ευλαβής Κρατήρα; Ή μήπως έπταιε περισσότερον όλων ο Μπάρμπα-Σταύρος, αλλ' εντρέπετο και να το σκεφθή τώρα;

Τοιαύτα διελογίζετο την νύκτα εκείνην η ημετέρα ηρωίς και πολλά άλλα ακόμη, άτινα αναγκάζομαι να παραλείψω, σπεύδων να τελειώσω την διήγησίν μου.

Ντόμινους μπαμπίσκους! Αυτά ανεμιμνήσκετο τώρα ο κυρ-Μιχάλης. καθ' ην ώραν ενεδύετο. Αλλ' η κυρά-Μιχάλαινα διελογίζετο άλλα. Έβλεπεν ότι, αφότου εγνωρίσθη ο σύζυγός της με τον Καπετάνιον, ήρχισε να παραμελή την εργασίαν του.

Μόνον διελογίζετο πάντοτε και ενίοτε οι διαλογισμοί της εξεστομίζοντο θρηνωδώς: — Ακούς να πάη με τον αναποδιασμένον! Δεν είνε παράξενο επάνω εις το γενάτι του να την έσπασε την παληοσακολέβα του.

Αληθώς, ο Μανώλης την τρικυμίαν πολλάκις την περιεφρόνησεν, αλλ' αυτήν την φοράν ησθάνετο κάποιαν αόριστον αδιαθεσίαν. Έχωσε τα χέρια του εις της τσέπες του και διελογίζετο ως μετανοημένος εργάτης. Ο πνευματικός τού είπε να μη δουλέψη την ημέραν της Παραμονής, αφού μάλιστα η χιών διέκοψε πάσαν εργασίαν. Ήτο Παραμονή των Χριστουγέννων.

Αποκηρυχθέντος του Αλή, ο φιλόδοξος Ομέρ προβλέπων την καταστροφήν, ηνώθη μετά των Σουλτανικών αλλά εν τη αγερωχία αυτού μη ανεχόμενος να βλέπη εαυτόν συγχεόμενον μετά της τύρβης των πασάδων, εν τω κρυπτώ διελογίζετο διά τίνων μέσων να γίνη περιφανής και περίβλεπτος.

Τις οίδεν! επί τέλους, διελογίζετο ο κυρ-Μοναχάκης. γυνή ήτο. Ο έρως είνε πλάνος και η νεότης ευαπάτητος. Τις εγνώριζεν αν δεν είχεν αμαρτήσει ήδη; ω! καλά της το έλεγεν αυτός, ότι πλησίον του θα ήτο ασφαλής, διότι γηραιός σύζυγος επέχει προς τοις άλλοις τόπον πατρός διά νεαράν γυναίκα. Καλά το έλεγε κ' εκείνη, ότι πλησίον του θα ήτο ασφαλής, και αν ήθελε να σφάλη ακόμη.

Τον ανησύχει μεν ολίγονείνε αληθές — η επί της καρδίας της Μαριγούλας πιθανή επίδρασις του γοήτρου πλουσίου κληρονόμου, οποίον ήτο αναντιρρήτως το μόνον γόητρον του λεγομένου αντιζήλου του· αλλά τι εσήμαινεν αυτόδιελογίζετο αμέσως ο ιδεολόγος νεανίαςαπέναντι του ποιητικού πλούτου της ιδικής του ψυχής; Ο Τριφίλης δεν ήτο ποιητής!