United States or Republic of the Congo ? Vote for the TOP Country of the Week !


Προσέτι εδοκίμαζε να κατασκευάζη κουμπούρες, πιστόλια, μικρά κανονάκια, και άλλα φονικά όργανα. Όλα τα λεπτά, όσα εκέρδιζεν από της κούκλες, τ' αγαλμάτια και τας προσωπίδας, και δεν τα έπινε, τα ηγόραζε πυρίτιδα. Και ο ίδιος είχε δοκιμάσει να κατασκευάζη έν τοιούτον προϊόν.

Έλαβε τότε τον λόγον ο άλλος ο οποίος έκαμνε τον σοφώτερον και είπεν ότι: — Αι πλέον κατάλληλοι και αι πλέον καλύτεραι γνώσεις δι' ένα φιλόσοφον είναι εκείναι που θα ηδύναντο να του χαρίσουν περισσοτέραν υπόληψιν και τιμήν· πολύ δε θα εκέρδιζεν εις την υπόληψιν του κόσμου και πολύ θα τον ετιμούσαν εάν εφαίνετο ότι είναι γνώστης πεπειραμένος όλων των επιστημών ή τουλάχιστον των περισσοτέρων εξ αυτών και μάλιστα των πλέον αξίων λόγου, φροντίζων προ παντός να μάθη από τας τέχνας αυτάς εκείνα τα οποία είναι πρέπον να μάθουν οι ελεύθεροι, όσοι δηλαδή έχουν ανάγκην πνεύματος και απαιτούν μεγάλην σκέψιν και προσοχήν, όχι δε όσοι θέλουν χειρονακτικήν εργασίαν.

Ήρεσε τούτο εις τους αλευροπώλας. Πρώτος το εφήρμοσεν ο καπετάν-Κονόμος και επλούτησε. Πωλήσας την σκούναν τουδεν ήθελεν αυτός να θαλασσοπνίγεταιδιέθεσε τα κεφάλαια του εις το εμπόριον του αλεύρου, κ' εκέρδιζεν εκατό τα εκατό, καθώς έλεγαν. — 'Σ την λαδιά, παιδιά, πλερώνετε, 'ς την λαδιά. Μια οκά αλεύρι, μια οκά λάδι. Και έτρεχεν ο κόσμος εις τον καπετάν-Κονόμον, τον καλόν άνθρωπον.

Δεν επληρώνετο αδρώς διά ταύτα, αλλ' αι μετά της Αγγλίας εμπορικαί σχέσεις της Ερμουπόλεως ήσαν τοσαύται, ώστε δεν απέλιπεν εργασία, εξ άλλου δε αι ανάγκαι του ήσαν τόσον περιωρισμέναι, ώστε εξήρκουν όσα εκέρδιζεν.

Εσύ μου τάφαγες τα πρόσφορα και είπες πως σου τάκλεψαν οι λωποδύταις! Τον είδε τον Γέροντα, όταν τον εμπόδισεν η εξουσία να πωλή καπνά και σιγαρέττα, οπού, εκέρδιζεν αρκετά, χωρίς κανένα κόπον, διότι είχε ψηφισθή το μονοπώλιον.

Κατόπιν τον ξαναείδε πάλιν, κοντόν και χονδρόν, κατάλευκον, με τον ρωσσικόν επενδύτην του, όταν πωλών κουλουράκια ζαχαρένια, όπου τα εζήμωνεν η γυναίκα του, εκέρδιζεν ικανάς δραχμάς την ημέραν. Ολίγας ημέρας μετά το όνειρον, εγέμισεν η Αθήνα από κουλουροπώλας, και έκαμε λογαριασμόν ότι τα πωλούμενα κουλούρια αναλογούσαν δέκα προς έκαστον Αθήναιον.

Και εκέρδιζεν εκεί ακόπως ικανά δολλάρια καθ' εκάστην, και ιδίως τας εορτάς. Είχε βαρύνη πολύ το πουγγίον του και διελογίζετο μετά έν ακόμη έτος να επανέλθη πλέον εις την πατρίδα του, ότε μία Ιταλίς μονόφθαλμος, και ηγκυλωμένην έχουσα την δεξιάν ως αρπάγην αλιέως, εποφθαλμιώσα την θέσιν του εκείνην, την τόσον προσοδοφόρο, δεν ξεύρω πώς, τον περιέπλεξεν εις μίαν αδιέξοδον πλεκτάνην.