Vietnam or Thailand ? Vote for the TOP Country of the Week !
Ενημερώθηκε: 24 Μαΐου 2025
Μου λέγουν ότ' ηκούσθησαν εις τον αέρα θρήνοι, κραυγαί θανάτου φοβεραί, ωσάν να προμηνύουν ελεεινήν καταστροφήν κι' ανήκουστα συμβάντα 'ς την δυστυχή πατρίδα μας. Κ' η Γη, καθώς μου είπαν, είχε κι' αυτή παροξυσμόν και έτρεμε! ΜΑΚΒΕΘ Αλήθεια, ήτο αγρία η νυκτιά! ΛΕΝΩΞ Η νεαρά μου μνήμη δεν ενθυμείται 'σάν αυτήν να ξαναείδε άλλην. ΜΑΚΔΩΦ Ω! Φρίκη! Φρίκη!
Μέσα στην σιωπή ακουγόταν να τρίζει το σκοροφαγωμένο ξύλο του μπαλκονιού. Ο Έφις σηκώνοντας λίγο περισσότερο το κεφάλι ξαναείδε για τελευταία φορά το παλιό νεκροταφείο με τον κατεστραμμένο του τοίχο, τα χόρτα του και τα κόκαλα που ήταν σα λουλούδια
Τη βλέπει, τσιρίζει σαν τρελλή, και πέφτει χάμω. Μα ποιος να την ακούση, και ποιος να τη νοιαστή! Μήτε την ξαναείδε πια μήτε την ξανάκουσε την Καλλίτσα της. — Στάσου! αντισκόβει ο Μυλόρδος. Δεν την άκουσε η μικρή τη φωνή; — Κι αν την άκουσε πού να το ξέρουμε! αποκρίνεται ο πατέρας γελώντας, σα να του ήρθε νόστιμο τέτοιο ρώτημα. Εκεί απάνω ξαναμπαίνει κ' η Φωτεινή.
Στης πύλες του Τινταγκέλ τον αφήκε. Στα τείχη, οι φρουροί χτυπούσαν της σάλπιγγες. Εχώθηκε μέσα στην τάφρο και διέσχισε την Πολιτεία με κίνδυνο της ζωής του. Πέρασε όπως άλλοτε τους μυτερούς στύλους του κήπου, ξαναείδε τη μαρμάρινη σκάλα, την πηγή και το μεγάλο πεύκο και πλησίασε στο παράθυρο πίσω από το οποίο κοιμώτανε ο Βασιληάς Μάρκος. Τον εφώναξε σιγά. Ο Μάρκος εξύπνησε.
Κατόπιν τον ξαναείδε πάλιν, κοντόν και χονδρόν, κατάλευκον, με τον ρωσσικόν επενδύτην του, όταν πωλών κουλουράκια ζαχαρένια, όπου τα εζήμωνεν η γυναίκα του, εκέρδιζεν ικανάς δραχμάς την ημέραν. Ολίγας ημέρας μετά το όνειρον, εγέμισεν η Αθήνα από κουλουροπώλας, και έκαμε λογαριασμόν ότι τα πωλούμενα κουλούρια αναλογούσαν δέκα προς έκαστον Αθήναιον.
Θυμήθηκε την ημέρα όπου η Ιζόλδη η Ξανθή τούδωσε αυτό το δώρο: μέσα στο δάσος του τώδωκε, στο δάσος όπου προς χάρι του είχε κακοπαθήσει στην τραχειά ζωή. Και ξαπλωμένος τώρα δίπλα στην άλλη Ιζόλδη, ξαναείδε την καλύβα του Μορουά. Τι τρέλλα χτύπησε την καρδιά του ώστε να μπορέση να κατηγορήση τη φίλη του για προδοσία; Όχι· αυτή υπόμενε για χάρι του όλες της δυστυχίες, μόνο αυτός την είχε προδώσει.
Όμως ο Σβεν δε φαινότανε να δίνη σημασία σε μαλλώματα και συμβουλές κι όταν έβλεπε τη μητέρα του να πετά από τη χαρά της, που τον ξαναείδε ζωντανό, έμενε τόσο ξαφνισμένος, σα ναπορούσε πως είτανε δυνατό αυτοί οι δυο να στοχάζουνται διαφορετικά για κατιτί σ' αυτόν τον κόσμο. — Δεν είταν κανένας φόβος, έλεγε ο Σβεν. Ο σκύλος είτανε μαζί.
— Μου το έδωσε η μαμά, έλεγε, όταν πήγα στο δάσος και ξαναγύρισα. Μου το έδωσε από τη χαρά της, που με ξαναείδε. Κ' η μαμά υπερασπιζότανε την παιδαγωγική της μέθοδο εναντίο κάθε κριτικής, σηκώνοντας ψηλά το μικρό Σβεν μπροστά σε όλους. Ευλογημένη να είναι! Είχε δίκιο.
Τον ξαναείδε τότες και κείνη κατάματα με μάτια που κολυμπούσανε στην αγάπη. — Θα με πάρης; τονε ρωτάει σιγά σιγά. — Ακούς εκεί; και πώς όχι, πουλί μου; Μηγαρής δεν τους ξέρουμε τους γονιούς σου; Ένα μετά μας είταν και κείνοι. — Άλλο τώρα δε θέλω, αυτό μου σώνει. Πάρ' το εσύ το τσαμπί. Τι δε σου αξίζει εσένα!
Ξαναείδε την πατρίδα του, το Λοοννουά, όπου ο Ρόχαλτ ο Πιστός δέχτηκε το γυιό του με δάκρυα τρυφερότητος. Αλλά, μη βαστώντας να ζη στην ησυχία του τόπου του, ο Τριστάνος έφυγε στα δουκάτα και στα βασίλεια, ζητώντας περιπέτειες! Από το Λοοννουά στην Φρίζα, από την Φρίζα στη Γαβοΐα, από τη Γερμανία στην Ισπανία, πολλούς άρχοντες υπηρέτησε και πολλά κατορθώματα έκανε.
Λέξη Της Ημέρας
Άλλοι Ψάχνουν