United States or Thailand ? Vote for the TOP Country of the Week !


Ξαναείδε την πατρίδα του, το Λοοννουά, όπου ο Ρόχαλτ ο Πιστός δέχτηκε το γυιό του με δάκρυα τρυφερότητος. Αλλά, μη βαστώντας να ζη στην ησυχία του τόπου του, ο Τριστάνος έφυγε στα δουκάτα και στα βασίλεια, ζητώντας περιπέτειες! Από το Λοοννουά στην Φρίζα, από την Φρίζα στη Γαβοΐα, από τη Γερμανία στην Ισπανία, πολλούς άρχοντες υπηρέτησε και πολλά κατορθώματα έκανε.

Αλλά ο Ρόχαλτ θυμότανε τον Ριβαλάν και την Μπλανσεφλέρπου ξαναζούσε η χάρι τους και η νεότης τουςκι' αγαπούσε τον Τριστάνο σαν παιδί του, ενώ μυστικά τον εσέβετο σαν κύριο του. Και λοιπόν συνέβηκε να του αρπάξουν όλη τη χαρά του... Μια μέρα κάποιοι έμποροι από την Νορβηγία τράβηξαν τον Τριστάνο στο καράβι τους, και τον πήραν σαν ωραίο λάφυρο.

Οι βαρώνοι τον αγαπούσαν, και απ' όλους πειο πολύ, καθώς θα το ιδούμε παρακάτω, ο Αυλάρχης Ντινάς ντε Λιντάν. Αλλά τρυφερώτερα ακόμη από τους βαρώνους και τον Ντινάς ντε Λιντάν, τον αγαπούσε ο Βασιληάς. Μ' όλη του όμως την τρυφερότητα, ο Τριστάνος δε μπορούσε να παρηγορηθή που είχε χάσει τον πατέρα του το Ρόχαλτ και το δάσκαλό του Γκορνεβάλη, και την πατρίδα του, το Λοοννουά.

Δεν τον έκλαψε καθόλου: ούτε κλάμματα, ούτε θρήνους, μονάχα τα μέλη της έγιναν όλα άσπρα και αδυνάτισαν. Η ψυχή της πήρε μια δυνατή επιθυμία να χωριστή από το σώμα. Ο Ρόχαλτ προσπαθούσε να την παρηγορήση. — Βασίλισσα, έλεγε, δεν θα βγη κανένα κέρδος από ένα καινούργιο πένθος.

Οι άνθρωποι του Μόργκαν είχαν κι' όλας περικυκλώσει τον πύργο Κανοέλ. Πώς θα μπορούσε πεια ο Ρόχαλτ να βαστήξη περισσότερο τον πόλεμο; Σωστά έχουνε πη ότι: «η τρέλλα δεν είναι αντρεία». Αναγκάστηκε λοιπόν να παραδοθή στην διάκρισι του Δουκός Μόργκαν. Αλλά από το φόβο του μήπως ο Μόργκαν σφάξη τον γυιό του Ριβαλάν, ο Στρατάρχης τον παρουσίασε για δικό του, και τον ανάστησε μαζύ με τα παιδιά του.

Εφτά ολόκληρα χρόνια πέρασαν, κι' όταν ήλθε ο καιρός να τον πάρη από της γυναίκες, ο Ρόχαλτ εμπιστεύτηκε τον Τριστάνο σ' ένα γνωστικό δάσκαλο, τον καλό ιπποκόμο Γκορνεβάλη. Ο Γκορνεβάλης σε λίγα χρόνια του έμαθε όλες της τέχνες, που πρέπουνε στους βαρώνους.

Και βλέπω τώρα την ωραιότερη ύπαρξι που γέννησε ποτέ γυναίκα. Θλιμμένη σε γέννησα. Θλιβερή είναι η πρώτη γιορτή που σου κάνω. Εξ αιτίας σου είμαι περίλυπη μέχρι θανάτου. Κ' έτσι, αφού, γεννήθηκες με τη λύπη, τόνομά σου θε είναι Θλιβερός, Τριστάνος». Είπε αυτά τα λόγια, τον εφίλησε, και μόλις τον εφίλησε πέθανε. Ο Ρόχαλτ ο Πιστός πήρε το ορφανό.

Άφησε τη Βασίλισσα στη φύλαξι του Στρατάρχου Ρόχαλτ, — του Ρόχαλτ που για την ευθύτητά του όλοι τον ονόμαζαν μ' ένα ωραίο όνομα «Ρόχαλτ ο Πιστός». Έπειτα ο Ριβαλάν συνάθροισε τους βαρώνους του κ' έφυγε για τον πόλεμο. Πολύν καιρό τον περίμενε η Μπλανσεφλέρ. Αλλοίμονο! Δεν του ήτανε γραφτό να γυρίση. Μια μέρα έμαθε ότι ο Δούκας Μόργκαν τον είχε σκοτώσει με προδοσία.

Θρηνούσε πεθυμώντας τον Γκορνεβάλη, το Ρόχαλτ τον πατέρα του, και τη γη του Λοοννουά, όταν ο μακρυνός θόρυβος κυνηγιού με σάλπιγγες και κραυγές χαροποίησε ξαφνικά την ψυχή του. Στην άκρη του δάσους, ένα ωραίο ελάφι ξεπετάχτηκε. Το κοπάδι, τα λαγωνικά και οι κυνηγοί ξεχύθηκαν πίσω του με μεγάλο θόρυβο φωνών και σαλπίγγων.

Κι' όταν το παιδί πήγαινε καβάλλα μαζύ με τους νεαρούς ιπποκόμους, θάλεγε κανείς ότι το άλογό του, τα όπλα του κι' αυτό το ίδιο δεν ήτανε παρά ένα, κι' ότι ποτέ δε θα χωριζόντανε. Βλέποντάς το τόσο ευγενικό και περήφανο, με τους πλατειούς ώμους του και τη λεπτή μέση, δυνατό, πιστό και αντρείο, όλοι παινούσαν τον Ρόχαλτ που είχε ένα τέτοιο γυιό.