United States or Cyprus ? Vote for the TOP Country of the Week !


Δίχως καν αίμα κι' ήσυχοι ας μη μπαρκαριστούνε, μόνε ας αρπάξουν κι' ένα διο πληγέςκι' ας τις γλεντάνε στ' Άργος εκείαπό μυτερό κοντάρι ή από σαΐτα, ενώ πηδάν στα πλοία τους, που να μη βιάζεται άλλος 515 να καταπιάνεται άχαρους πολέμους με τους Τρώες

Κι αφού την κάμουν να στενάξη ηδονικά, να χάση τον ύπνο και να την αρπάξουν τα όνειρα κ' η συλλογή, τραβούν τον δρόμο τους για την άλλη, και απ' αυτή ύστερα για την άλλη ακόμα, σ' όλες πέρα, πέρα. Έτσι και κείνο το βράδι θα γίνουνταν μια καλή μπαντονάδα. Κι ως ότου νάρθουν τα μεσάνυχτα και πέρα ακόμα, η ώρα της γύρας, η παρέα έπρεπε να γλεντήση πολύ ακόμα μέσα στην σκοτεινή εκείνη ταβέρνα.

Αυτά 'πα, και μου απάντησε• «λαμπρότατε Οδυσσέα, μη θέλης για τον θάνατον να με παρηγορήσης• χωρικός να 'μουν ήθελα και να ξενοδουλεύω άνδρα πτωχόν, 'που κτήματα μεγάλα να μην έχη, 490 παρά εις όλους τους νεκρούς εγώ να βασιλεύω. αλλ' έλα για τον ένδοξον υιόν μου ειπέ μου τώρα, αν προμαχείτον πόλεμον ή οπίσω μένει εκείνος• και ειπέ μου αν τίποτ' έμαθες για τον λαμπρόν Πηλέα, των Μυρμιδόνων των πολλών αν βασιλεύη ακόμη, 495 ή 'ς την Ελλάδα και εις την Φθιά δεν τον ψηφά κανένας, τώρα 'που χέρια του κρατεί και πόδια ομού το γήρας. ότι δεν του 'μαι εγώ βοηθός, άνωτο φως του Ηλίου, τέτοιος ως ήμουν μιαν φοράν εις την πλατειά Τρωάδα, κ' έκοβα τ' άνθος των ανδρών, βοηθώντας τους Αργείους. 500 για 'λίγο αν τέτοιος πήγαινατο δώμα του πατρός μου, θα 'φερναν ανατρίχιασμα τ' ανίκητά μου χέριααυτούς, 'που την βασιλική τιμή θε να του αρπάξουν».

Δίχως εκείνο τάσβεστο το πάθος που έβραζε μέσα μας στον τόπο του πεθαμμένου μας πατριωτισμού, η Ρωμιοσύνη θα είτανε φραγκοφαγωμένη χρόνια πρι να την αρπάξουν οι Τούρκοι.

Διότι, α ς σ' έ π ι α ν ε ν η θ ά λ α σ σ α και σ' έβλεπα εγώ αν δεν αφίνεσο μάλλον να σε αρπάξουν και σε πνίξουν τα κύματα, διά ν' απαλλαγής από τα βάσανά σου μίαν ώραν προτήτερα.

Τότες οι πιστικοί οι καλοί, που γύρω εκεί σταλίζουν, Δείχναν με τες αγκλίτσες τους και τα στραβορράβδια Σε βράχου απάνου, σε γκρεμού κορφή και σε ραχούλα Μικρό σταχτόφτερο πουλί και λένε: — &Ω ψωμοπάτης&— Λεβέντες αρματώνονται να παν ν' αρπάξουν κόρην, Κόρην για τον σταυράδερφο τον μπράτιμο το Θύμιο.

Έτσι το κάνουν κι' οι θεοί• για ιδές ταγάλματά τους στα χέρια• σαν ευχόμεθα να δώσουν ταγαθά τους, στέκουν, κι' ανάποδα κρατούν τα χέρια τους αείποτε, όχι να δώσουνε κι' αυτοί, αλλά ν' αρπάξουν τίποτε. Α' ΑΝΗΡ Ευλογημένε άνθρωπε! παραίτησε με τώρα να προετοιμασθώ κ' εγώ• και μη μου τρως την ώρα, να συμμαζέψω τούτα εδώ. . . Πού τώχω το λουρί; Β' ΑΝΗΡ Με τα σωστά σου θα τα πας;

Δύο άλλοι του βαράνε στους ώμους βουρδουλιές, χωρίς ο Άγιος να φαίνεται πως της αισθάνεται. Πίσω του, για να φυλάγουν μη τον αρπάξουν τυχόν οι Χριστιανοί, είνε συμπυκνωμένοι οι στρατιώτες. Έρχεται και κάθεται 'πάνω σ' ένα θρονί, κατά το προσκήνιο, ο Έπαρχος. Μπροστά του σταματά ο Εκατόνταρχος και κουβεντιάζουν.

Το σπιτάκι είχε για φόντο το παλιό, ανακαινισμένο σπίτι του Μιλέζου που ήταν ψηλό, με καινούργια σκεπή, αλλά με τους τοίχους εδώ κι εκεί φαγωμένους και γδαρμένους λες από τον χρόνο που πεισματώνει σε όσους θέλουν να του αρπάξουν τη λεία. «Το κτήμα;», είπε ο Έφις ακουμπώντας στον τοίχο πλάι στη γυναίκα. «Καλά πάει. Φέτος θα έχουμε περισσότερα αμύγδαλα παρά φύλλα. Έτσι θα σε ξεχρεώσω, Καλί!

Ως και τα γυναικόπαιδά τους και τα χρειασήδια τους τα κατέβαζαν τώρα μαζί τους, κι απ' αυτού αποφαίνεται πως σκοπός τους είταν όχι έτσι να κλέψουν και ν' αρπάξουν, παρά να πιάσουν αλάκαιρες επαρχίες και να το στρώσουν εκεί για πάντα. Δυο χιλιάδες πλεούμενα τους κουβάλησαν από τον Εύξεινο στην Προποντίδα, και κείθε ως στα νερά της Θεσσαλονίκης. Γραφτό τους όμως είτανε να την πάθουν πάλι.