United States or Pitcairn Islands ? Vote for the TOP Country of the Week !


Είχε αποστάση ο χωρικός μέσα στον ήλιο και περίμενε τη γυναίκα του, τα παιδιά του, και τα κορίτσια του ν' αφήσουν τον τρύγο για να ξεμεσημεριάσουν για να φάνε.

Το ζώο δεν εφαίνετο πρόθυμον εις εκδρομήν εντός του καύσωνος. Ο ιερεύς προέβη εις προϋπάντησίν του, το εθώπευσεν, ανέβη εις την ράχιν του, αφού εναπέθεσεν ασφαλώς το δέμα εντός του κόλπου του, και ήρχισεν η πορεία. Ο γέρων χωρικός παρηκολούθει πεζός. Πλειότεραι θύραι ήσαν ήδη ανοικταί, οι δε ευσεβείς χωρικοί, γνωρίζοντες τι έφερεν εντός του κόλπου ο ιερεύς, εσταυροκοπούντο, ενώ διήρχετο.

Ο νεαρός ναυτικός έκαμε την παρατήρησιν ότι το μέρος όπου είχον ναυαγήσει απείχε μίλια «από τα δυο νησιά», όπου ο επιστάτης έλεγεν ότι ευρίσκετο ο «αφαλός της θάλασσας». Ο χωρικός απήντησε·Ναι, είνε μακρυά . . . δεν έχει να κάμη . . . ο αφαλός της θάλασσας τραβάει κι' από μακρυά τα πράμματα άμα πέση όξου κανένα καΐκι φορτωμένο . . .

Να, εκεί που καθόμουν εψέςτην πατουλιά, βγήκ' ένα φίδι ξάφνου και μ' ετρόμαξε. . . έχασα όλο μου το αίμα! απήντησεν αίφνης η Σμάλτω, φοβισμένον έχουσα το πρόσωπον, ως να έβλεπε την ώραν εκείνην το φίδι προ των ποδών της. Ο χωρικός εξερράγη ήδη εις γέλωτας, όχι βεβιασμένους πλέον αλλ' αληθείς γέλωτας άνθρωπου ευθύμου.

Μα δεν έχει να κάμη που ένας χωρικός, ένας δούλος, ένας εργάτης μαθαίνει πού και πού κανέναν τύπο αρχαίο και σας τον ξαναλέει. Ακούμε τα τέτοια κι ανάφτει η φαντασία μαςαμέσως νομίζουμε πως έφκολα θα μάθη και τους άλλους τύπους ο χωρικός.

Εν τούτοις η θύρα μικρού παραπλεύρου οικήματος ηνοίχθη και νέος χωρικός, ημικοιμισμένος εισέτι, ο Παντελής, ήλθε να δώση χείρα βοηθείας εις τον αγωγιάτην. — Ορίσατε επάνω, κύριοι, μας είπεν ο οικοδεσπότης, αφού έδωκε τας οδηγίας του εις τον Παντελήν. Ορίσατε.

Έφερε την αγγελία ότι πλοίον Ψαριανόν μας επερίμενεν εις έρημον λιμενίσκον όχι μακράν του χωρίου, και ήτο έτοιμος ο χωρικός να μας οδηγήση αμέσως προς αυτό. Η νυκτερινή ώρα, ο φόβος των Τούρκων, η άγνοια του μέλλοντος, οι κίνδυνοι της φυγής, η ανάμνησις των πρώτων ματαίων περιπλανήσεων, πολλούς δισταγμούς την ώραν εκείνην εγέννησαν.

Αρχίσαμε να μιλούμε. Και δοκιμάσαμε να παραστήσουμε στο νου μας τη σκηνή που προηγήθηκε από την ερήμωση αυτή. Ο χωρικός, που είχε ιδιοχτησία του τον τόπο, ήρθε στα παιδιά, που κληρονομήσανε το σπίτι. Τους είπε μια και καλή πως τέλειωσε η προθεσμία. Περάσανε τα πενήντα χρόνια κ' έπρεπε να γκρεμιστούν τα σπίτια. Ήθελε πάλι τον τόπο του.

Και αν τυχόν ηπειλείτο ισοψηφία, και χωρικός τις έχων ψήφον εδείκνυτο σκληροτράχηλος και δεν ήθελε να τα γυρίση, τον έκλεπτον, τον ήρπαζον, τον απήγον, τον έκρυπτον εις ασφαλές μέρος, όπου έτρωγε και έπινεν εκτάκτως παχυνόμενος επί τρεις ή τέσσαρας ημέρας, εωσότου παρέλθουν αι εκλογαί. Είτα τον άφηναν ελεύθερον.

Ο αγωγιάτης μου, εικοσαετής περίπου χωρικός, ρωμαλέος, καλόκαρδος και ευτράπελος, δεν εβράδυνε να προκαλέση και να ελκύση την εμπιστοσύνην μου. Πριν έτι προφθάσωμεν εις της οδοιπορίας μας το τέρμα εγνώριζα τα καθέκαστα του ταπεινού βίου του, τω εξεμυστηρεύθην δε κ' εγώ το όνομα και την καταγωγήν μου, αλλ' όχι και τον κύριον της επανόδου μου σκοπόν.