United States or Tuvalu ? Vote for the TOP Country of the Week !


Και τ' άλογα τ' αμάξια ξεζέψτε τα και βάλτε τους λίγη ταγή να φάνε, κι' έπειτα πλούσια πρόβατα απ' το καστρί και βόδια 505 αμέσως φέρτε, και ψωμί κρασί απ' τα σπιτικά σας.

Εμένα, του παραπαππού μου του σχωρεμένου, του είχε πέσει μια φορά ένα κατσίκι, εκεί που πήγε ν' αρμυρήση κ' επνίγηκε μες τη λίμνη . . . Εζήτησε να βρη το ψοφίμι, μη φάνε τα ψάρια και θεριέψουν, και δεν το ηύρε, ούτε στον αφρό ούτε στον πάτο.

Όσον απέβλεπε τα εδώ, αυτός, επιθέτων εις το στέρνον την χείρα, τον έπαιρνεν επάνω του. Από εδώ ήτο σίγουρος βουλευτής, του το έδιδεν εγγράφως· εκεί να κυττάξη, πέρα εκεί, να μη τους φάνε, τα μάτια του τέσσερα. Ο Χαρτουλάριος επείσθη δους τα πιστά εις τον Λάμπρον, και ανεχώρησε μετά των άλλων.

Μα εκρέμονταν όλα κάτω παραλυμένα και μόνον τα μπρούλια τους ανάδευαν καμμιά φορά, σαν φιδάκια έτοιμα, να φάνε τα κεφάλια τους. Οι σκότες εκρέμονταν κ' εκείνες παράλυτες στα χέρια των ναυτών που άδικα προσμένουν ν’ ακούσουν την προσταγή για να γυρίσουν τα πανιά στον άνεμο.

Αλήθεια, παιδάκι μ', μου είσαι πεινασμένο!.... Είπε και σηκώθηκε τρικλίζοντας, έστρωσε τραπέζι, κι' απόθεκε απάνω τα χουλιάρια, το ψωμί και το προσφάγι, και κάθησαν να φάνε.

Και 'κεί προς τα μεσάνυχτα, δυο δράκοντες, δυο φίδια, μαύροι, κυματοκούνητοι, σταλμένοι από την Ήρα με προσταγή τρομαχτική τον Ηρακλή να φάνε, ωρμήσανε κ' εδιάβηκαν της θύρας το κατώφλι. Εσέρνονταν κατάχαμα κ' οι δυο μ' άγρια λύσσα κι ανάλαμπαν τα μάτια των και φλόγες εσκορπούσαν και μέσ' από το στόμα των πικρό φαρμάκι εφτύναν.

Και κάτου τότες έπαιρναν οι Δαναοί να φάνε στο πόδι· κι' άμα απόφαγαν, φορούσαν τ' άρματά τους. Αντίκρυ πάλε οπλίζουνταν μες στο καστρί κι' οι Τρώες· 55 πιο λίγοι, κι' έτσι όμως να παν στη μάχη λαχταρούσαν σφιχτή απ' ανάγκη, μη χαθούν τα τέρια, τα παιδιά τους. Κι' όλες οι πόρτες άνοιξαν, κι' όλοι, πεζούρα αμάξια, χύθηκαν όξω, και βουή σηκώθηκε μεγάλη.

Είχε αποστάση ο χωρικός μέσα στον ήλιο και περίμενε τη γυναίκα του, τα παιδιά του, και τα κορίτσια του ν' αφήσουν τον τρύγο για να ξεμεσημεριάσουν για να φάνε.

Το θυμάμαι, λέει; Η θύμηση μας απόμεινε... Και δεν είνε που θα σε φάνε τα ψάρια, μόνο θα σου πούνε και τύφλα. Και θα γελάη και το φεγγάρι από πάνω σου. Είδες, αλήθεια, πώς γελάει το φεγγάρι καμμιά φορά; — Το φεγγάρι; Δυο πήχες ανοίγει το στόμα του, Στρατή, σα θέλη να γελάση. Ο Στρατής τέντωσε τα χέρια του και ξεραχαμνίστηκε. Θυμήθηκε τα χρόνια που περάσανε.

Μερικοί φαντάροι που αργοπόρησαν κάτω στην πόλη, έτρεχαν ένας πίσω απ' τον άλλο βιαστικοί, λαχανιασμένοι στον ανήφορο, υπάκοοι στη βροντερή φωνή της σάλπιγγας· να μην τους βγάλουν απόν και φάνε καμιά οχτάρα. Κάτω στη μεγάλη πύλη του κάστρου, στους στρατώνες μπροστά, ήταν αραδιασμένοι στη γραμμή οι πλειότεροι άντρες της φρουράς.