United States or Mozambique ? Vote for the TOP Country of the Week !


Οι ναύταις όλοι κερωμένοι από τον φόβο, κρατούσαν ακόμα τα παταράτσα, εν ώ τα πανιά όλα είχανε φαγωθή. Ο καπετάν-Φώκας, ολοένα έκλαιε. Γυναίκα! Γυναικούλα μου! Τότες κάποιος ναύτης φωνάζει: — Ανάθεμα σε Παπα-Δράκο! Και όλοι επαναλαμβάνουν·Ανάθεμά σε Παπα-Δράκο! Τότες θυμήθηκε και φωνάζει ο καπετάνιος: — Ίσα τον Αράπη! — Καρδιά παιδιά. Συνοδεύω κ' εγώ. Ίσα τον Αράπη!

Ο Σβεν ήξερε καλά πως δεν έπρεπε να έχη ποτέ φόβο από τη μαμά, αυτή τη φορά όμως έχασε το θάρρος. Γιατί τώρα θυμήθηκε που του είχε πει πως θα τον δείρη κι όταν αντίκρυσε τον μπαμπά, τον έπιασε αμέσως τρόμος. Γιατί ο μπαμπάς φαινότανε σοβαρός κ' είπε με πολύ αυστηρό τόνο: — Τώρα πρέπει να πάρουμε το ξύλο, Σβεν. Γιατί, καθώς θυμούμαι, σου το έταξε η μαμά.

Τα γεράματα τον είχαν πλακώσει και, βλέποντας το παιδί του το αμίλητο και το αρρωστημένο θυμήθηκε τα λόγια των μάγων και των σοφών, που του είπαν πως το βασιλόπουλο θα γίνη πιο μεγάλος μάγος και πιο μεγάλος σοφός απ' αυτούς, και τα δάκρυα του ήρθανε στα μάτια. Εφώναξε τους μάγους και τους σοφούς του παλατιού τριγύρω του και τους είπε να χαθούν από τα μάτια του, να φύγουν αμέσως από το παλάτι.

Αυτός παλιμάτα, μ' όλη την επιθυμία πούχε, να πάρη τα φλωριά του και να γυρίση το γληγορώτερο στον τόπο του και στο σπίτι του και να ιδή τη γυναίκα του, που δεν ήξερε τι γένονταν είκοσι ακέρια χρόνια, θυμήθηκε ματαπάλι την συμβουλή του πατρός του και προτίμησε παλιμάτα τη συμβουλή από τα εκατό φλωριά, και κάνοντας την απόφαση, ανοίγει το χαρτί και διαβάζει: «&Τη δουλειά που θέλεις να κάνης θυμωμένος, άφησε τη γι' αύριο&».

Αναφέρθηκε αλλού κάτι για τους λίγους εκείνους φιλοσόφους που απελπισμένοι έφυγαν από το κράτος τον έχτο αιώνα και σύρανε κατά την Περσία, να ζητήσουν την προστασία, του Χοσρόη φημισμένου σαν είδος Μάρκος Αυρήλιος· φήμη μυθική που τους έκαμε και γύρισαν πίσω, μ' ένα καλό όμως, που τους θυμήθηκε ο Χοσρόης σαν έκαμε ειρήνη στα 532 με τον Ιουστινιανό, κ' έβαλε όρο να μείνουν ανέγγιχτοι από τους χριστιανούς οι εφτά εκείνοι φωστήρες του μισοζώντανου Εθνισμού, ο Σιμπλίκιος της Καλλικίας ένας τους.

Σιγά σιγά όμως γύρισε στην πραγματικότητα. Της φάνηκε ότι έσβησε η φλόγα και το αίμα σταμάτησε να χτυπά με βία μέσα στις φλέβες της. Ντράπηκε για την ονειροφαντασιά της. Θυμήθηκε την υπόσχεση που έδωσε στη γριά: «όλα θα πάνε καλά». Προσπάθησε να βρει τις λέξεις που έπρεπε να πει στον ανιψιό της για να τον πείσει να μπει στο σωστό δρόμο και να παντρευτεί την Γκριζέντα.

Κάποιο γαμπρό μελετούσανε οι δυο γερόντοι. Ύστερα θυμήθηκε μια μέρα του Μαρτίου, που ρίξανε το καινούργιο καράβι του πατέρα της στη θάλασσα. Το καράβι είχε τόνομά της: «Ταρσίτσα» κι' αυτό. Ποιος ξέρει πού να βρίσκωνται τώρα τα μαδέρια του και τα στραβόξυλά του, χρόνια ναυαγισμένο στη Μαύρη θάλασσα! Εφτά χρονών ήτανε τότες η Ταρσίτσα, μα το θυμάται σαν και σήμερα.

Θυμήθηκε την ημέρα όπου η Ιζόλδη η Ξανθή τούδωσε αυτό το δώρο: μέσα στο δάσος του τώδωκε, στο δάσος όπου προς χάρι του είχε κακοπαθήσει στην τραχειά ζωή. Και ξαπλωμένος τώρα δίπλα στην άλλη Ιζόλδη, ξαναείδε την καλύβα του Μορουά. Τι τρέλλα χτύπησε την καρδιά του ώστε να μπορέση να κατηγορήση τη φίλη του για προδοσία; Όχι· αυτή υπόμενε για χάρι του όλες της δυστυχίες, μόνο αυτός την είχε προδώσει.

Τότε ο Έφις επανήλθε στον εαυτό του, σαν μέσα στο σπίτι της ψυχής του, και θυμήθηκε γιατί είχε έρθει. «Και όμως, Τζατσίντο, πρέπει να παντρευτείς την Γκριζέντα. Θα έρθει εδώ σε μερικές μέρες∙ μην την διώξεις, μην την χάσεις!» «Μα καλέ μου άνθρωπε! Δεν έχεις αυτιά για ν’ ακούσεις; Σου λέω πως δε μπορώ να την κρατήσω, δε μπορώ να την παντρευτώ.

Τότε έγινε ξανά χαρούμενος γιατί γνώρισε το δρόμο και γιατί ο σκύλος ρουθούνισε, κούνησε την κομένη ουρά του κ' ήθελε να γυρίση σπίτι. Κι άξαφνα άρχισε να ποθή τη μαμά και τότε θυμήθηκε τα κίτρινα λουλούδια, που κρατούσε στο χέρι. Αργά και προσεχτικά βάδιζε τώρα προς το σπίτι κ' ίσως μόλις τώρα να θυμήθηκε αόριστα πως δεν έπρεπε να φύγη από το σπίτι.