United States or Bhutan ? Vote for the TOP Country of the Week !


Η γυναίκα του Αράπη την έφερεν εις ένα μικρόν σπητάκι, και της είπεν· εσύ θέλεις σταθή εδώ πολλά ήσυχη, και δεν θέλεις έχει κανέναν, που να σε αντικόψη από τες προσευχές σου. Αυτό εχαροποίησε μεγάλως την Ρεσπίναν, που ηύρεν ένα τέτοιον καταφύγιον, διά το οποίον ευχαριστούσεν αεννάως τον Ουρανόν. Μα αλλοί εις αυτή! έως αυτού δεν έλαβαν τέλος τα βάσανά της, αλλά έτυχαν άλλα πλέον μεγαλύτερα.

Ησθανόμην εισέτι επί των ώμων και του βραχίονος τας βαρείας του Αράπη χείρας, ήκουα την οργίλην προσταγήν του Αγά να με βάλωσιν εις την φυλακήν, ενθυμούμην το εργαστήριον και το πρόσωπον του Τηνίου υποδηματοποιού, εντός δε του σκότους της φυλακής ενόμισα κατά πρώτον ότι ονειρεύομαι. Άμα οι οφθαλμοί μου συνείθισαν το σκότος, είδα ότι δεν ήμην μόνος εκεί. Δυο χωρικοί εκάθηντο επί του εδάφους.

Πέρα μπροστά στην πύλη της τάπιας του Αράπη, που ήταν μέσα οι φυλακές, παράμερα από τη σκοπιά του τη λιθόχτιστη, βαρύς και σκεφτικός επηγαινορχόταν πέρα δώθε ο σκοπός με το όπλο του στον ώμο περασμένο, κ' έπαιρνε απόξω το σουλάτσο του.

Ήτο εύθυμος και αγαθός, διό και κατά τας τραγικάς εκείνας στιγμάς το σάλπισμά του είχε κάτι τι από την παιδικήν του ευθυμίαν και από το αιώνιον μειδίαμα των λευκών του οδόντων. — Γεια σου, Αράπη! του εφώναζαν εις έκαστον σάλπισμα από τα τείχη της μονής. Τινές δε και του απηύθυνον αστεϊσμούς: — Δεν πας να νιφθής, μωρέ; Από την μπαρούτη έχεις γίνει σαν αράπης.

Μα η σώφρων γυναίκα του Ταμίμ αντί να θεωρήση με ευχαρίστησιν εις τους πόδας της έναν αγαπητικόν, ωργίσθη εναντίον του και τον ύβρισε χειρότερα από τον σκλάβον του Αράπη.

Η χαρά που αυτός έλαβεν εις το να ιδή την γυναίκα του, δεν εστάθη ολιγώτερον από την έκστασιν και σύγχυσίν του Ραββά, του σκλάβου Αράπη, του Καπετάνιου και του Νέου, θεωρώντας εις την βασίλισσαν την μορφήν εκείνης, που εκατάτρεξαν.

Είνε αληθές ότι των Τούρκων οι νεκροί γίνονται την νύκτα ζωντανοί σκύλοι, αλλ' ίσως η μία των γυναικών του αράπη να ήτον εις το κρυφόν χριστιανή, και αν και εξεβαπτίσθη διά της μετά του απίστου κοινωνίας, δεν είχε κατορθώσει να γίνη εντελώς Τούρκισσα.

Της απεκρίθη ο βασιλεύς με την συνηθισμένην πλαστήν φωνήν του αράπη, λέγοντάς της· πλησίασε σιμά μου, δος μου το χέρι σου. Και ενώ επλησίαζεν αυτή σιμά του και άπλωνεν εις αυτόν το χέρι της, αυτός ευθύς επήδησεν από το κρεββάτι ως θυμωμένον λεοντάρι και με μίαν σπαθιάν της εχώρισε το σώμα εις δύο κομμάτια, και έπεσε νεκρά και ακίνητος εις την γην.

Δίπλα του είνε και ο τάφος του Αράπη που τον εσκότωσε, τον Κωνσταντίνον, όταν κατά την Άλωσιν βουτυγμένος μέσα εις το αίμα, με μισό σπαθί, ανάμεσα εις τα πτώματα όλων των υπασπιστών του εφώναζε για τελευταία φορά: — Δεν υπάρχει κανένας Χριστιανός, να πάρη το κεφάλι μου; Ο συμπαθέστατος ιερεύς ήρχισε να κλαίη. Ο δε καπετάν-Μαμμής ενθουσιασμένος εξηκολούθησε.

Η γυναίκα του Αράπη όντας φυσικά ευσπλαγχνική την εδέχθη μετά χαράς, και την επερικάλεσε διά να της διηγηθή την ιστορίαν της.