United States or Belarus ? Vote for the TOP Country of the Week !


Αυτά και άλλα παρόμοια έλεγα, και εστοχαζόμουν, τα οποία μου επροξενούσαν θλίψιν απαρηγόρητον διά πολύν καιρόν. Μίαν ημέραν το λοιπόν, που ευρισκόμουν εις αυτήν την κατάστασιν, βλέπω μίαν άλλην ωραιοτάτην κυράν πλουσίως ενδυμένην με οχτώ δέκα σκλάβες κοντά της, εις μίαν από τες οποίες είπε, θεωρώντας τα ελάφια.

Έμεινα περίλυπος διά τον κόπον που έκαμα ματαίως εις το να κρεμασθώ, μα θεωρώντας το κλωνάρι που είχε τόσον κακά δουλέψη εις την απελπισίαν μου, βλέπω με θαυμασμόν μου, ότι από εκεί που είχε ξεκοπή έβγαιναν κάποια πετράδια, τρέχω και βλέπω ότι το κούφαλον του δένδρου ήτον γεμάτο, από διάφορα πετράδια.

Εκείνος ο νέος τότε, θεωρώντας με εις τοιούτον σχήμα ανδρικόν, μου λέγει· πιστέ φίλε του μεγάλου Προφήτου, ειπέ μοι ποίος είσαι, και πώς ήλθες εις τούτην την ερημωμένην πόλιν· ομοίως έπειτα και εγώ θέλω σου φανερώσει, τις είμαι, τι μου συνέβη και διά ποίαν αιτίαν οι κάτοικοι της πόλεως μετεμορφώθησαν εις λίθους, και εγώ μόνος έμεινα υγιής.

Όταν λοιπόν εξημέρωσε και ανέτειλεν ο ήλιος, εκρύφθησαν όλοι οι δράκοντες· τότεν εγώ έλαβα θάρρος και εβγήκα από το σπήλαιον, αλλ' όλος φοβισμένος και επατούσα επάνω εις τα πολύτιμα πετράδια χωρίς να έχω καμμίαν όρεξιν δι' αυτά, αλλ' επειδή εκακονύκτησα άυπνος αποκοιμήθηκα καθήμενος εις τον ίσκιον μιας πέτρας· και αφού αποκοιμήθηκα ολίγον, εις τον ύπνον μου ήκουσα ότι έπεσε κάποιο πράγμα σιμά μου με μεγάλον κρότον και ξυπνώντας βλέπω εκεί ένα μεγάλο κομμάτι κρέας νωπόν και έμεινα εκστατικός διά το αιφνίδιον φαινόμενον και θεωρώντας ως τόσο εκείνο βλέπω να πέφτουν και άλλα κομμάτια κρέας παρόμοια με μεγάλην ορμήν από την κορυφήν εκείνων των βράχων εις διάφορα μέρη.

Και όταν εξημέρωσεν εκίνησα πάλιν μέσα εις το δάσος περιπατώντας και θεωρώντας ένθεν κακείθεν μήπως ιδώ καμμίαν πολιτείαν.

Εγώ πάλιν έμεινα τεθλιμμένος εις εκείνο το ακατοίκητον νησί· την ερχομένην νύκτα επέρασα εις εκείνο το υπόγειον· την επαύριον εβγήκα έξω περιδιαβάζων ανάμεσα εις εκείνα τα δένδρα, και ετρεφόμουν από τους καρπούς των και επέρασα με τέτοιαν πολυστένακτον ζωήν τριάντα ημέρας, θεωρώντας πάντοτε την θάλασσαν, μήπως και ιδώ κανένα πλοίον να περνά από εκεί σιμά.

Εγώ ευθύς με το μαχαίρι έσχισα το δέρμα και το όρνεον βλέποντάς με έφυγε· τότε θεωρώντας ολόγυρα είδα το χρυσούν εκείνο παλάτι ως μου είπον και περιπατώντας ολίγον έφθασα εις την θύραν του και άρχισα να θεωρώ ένα προς ένα τα όσα αξιοθαύμαστα πράγματα έβλεπα εκεί· και εμβαίνοντας μέσα εις την αυλήν, όλην λιθοπόρφυρον, είδον μίαν σκάλαν από μάρμαρον λευκότατον και αναβαίνοντας επάνω εις διάφορα ανώγεα, εστρωμένα με πολύτιμα στρωσίδια και προχωρώντας παραμέσα εις ένα αργυροκρυστάλλινον θάλαμον, εύρον σαράντα κορασίδας ωραιοτάτας τόσον, που έμεινα όλος εκστατικός, εις τοιαύτην εξαίρετον ευμορφιάν και άφωνος.

Έφθασε το λοιπόν η διορία που το μετζίλι έμελλε να έλθη από την Κογέντα, και αυτοί τότε εμπήκαν εις την μεγαλύτερην θλίψιν και ευθύς που ήλθεν αυτή η φοβερά ημέρα, ο Κουλούφ εσηκώθη από το κρεββάτι διά να οδεύση προς τον θάνατον. Και θεωρώντας την γυναίκα του με μάτια γεμάτα από θλίψιν και απελπισίαν, της είπε με φωνήν τρομασμένην.

Ο Κατής ταράζοντας το κεφάλι είπε, πως εγνώριζε καλώς τον Αμπουλβάρην, και ότι εγώ με κανέναν τρόπον δεν τον επαρομοίαζα· έπειτα θεωρώντας την Γαντζάδα είπε· και συ ω ωραία κυρά, τι στοχάζεσαι διά τούτον τον άνθρωπον; τον πιστεύεις διά άνδρα σου; Αυθέντη, αυτή απεκρίθη· αν θέλης να ειπώ την αλήθειαν, που οι οφθαλμοί μου δείχνουν δεν είναι αυτός εκείνος· αυτός δεν έχει άλλο που να τον παρομοιάζη, παρά την φωνήν.

Όταν επλησίασα εκεί, είδον μίαν θαυμασίαν οικοδομήν, κατασκευασμένην με την πλέον επιτηδείαν αρχιτεκτονικήν και θεωρώντας έξωθεν, ιδού βλέπω και έρχονται νέοι με ένα σεβάσμιον γέροντα οι οποίοι με εχαιρέτησαν και με ωδήγησαν μέσα εις το παλάτι τους.