United States or Uganda ? Vote for the TOP Country of the Week !


Το λοιπόν όταν ανέτειλεν ο ήλιος εβγήκα από το κλουβίον μου, όμως πολλά αδύνατος και ασθενημένος από το φαρμακερόν φύσημα του όφεως που με θυμόν εφυσούσεν ολόγυρα· αλλ' όταν έφαγα κάποια χόρτα αντιφάρμακα και έπια νερόν κρύον και δροσερόν, εθεραπεύθηκα εν τω άμα και εκίνησα προς τον αιγιαλόν και φθάνοντας εκεί βλέπω ξέμακρα ένα καράβι· τότε άρχισα να φωνάζω, εξαπλώνοντας εις τον αέρα ένα άσπρο μανδύλι που είχα διά σαρίκι και όταν με ήκουσαν και με είδαν οι ναύται, ο καραβοκύρης ευθύς έστειλε το καΐκι έξω, και με επήρε μέσα εις το καράβι.

Τότε έλαβον κάποιαν ελπίδα και εκίνησα ίσια προς το άλογον, όμως με δύο εναντίους στοχασμούς, μην ηξεύροντας αν έχω να συναπαντήσω ανθρώπους καλούς διά να λάβω περιποίησιν και βοήθειαν, ή εξ εναντίας θηρία και να γείνω θηριάλωτος και με τοιούτους στοχασμούς επλησίασα και βλέπω ένα ευμορφότατον άλογον να βόσκη, δεμένον εκεί ωσάν εις το λειβάδι.

Εκίνησα την κεφαλήν και την χείρα ως αν έλεγα· «Το γνωρίζω, και τούτο αρκεί.» — Αχ, κύριοι, επανέλαβε μετά βραχείαν σιωπήν ο Κ. Σπυράκης· εκείνο το οποίον ημπορώ να σας είπω είναι ότι ο Νίκος την ηγάπα περιπαθώς. Αλλ' εκράτει μυστικόν τον έρωτά του. Ούτε ο Κύριος Μελέτης τον ενόησεν ούτε ο πατήρ του.

Ευθύς που οι ναύται έρριψαν την άγκυραν και έδεσαν το πλοίον εγώ βλέποντας έξωθεν κτίρια μεγαλοπρεπή, δεν επρόσμενα τας αδελφάς μου διά να με συνοδεύσουν, αλλ' όντας ανδρικά ενδεδυμένη έζωσα το σπαθί μου και εκίνησα προς την θύραν της πόλεως.

Ευθύς άφησα εκεί το άλογόν μου, και εκίνησα με προθυμίαν να υπάγω προς αυτήν με όλον που οι ελαφίνες μου εφαίνονταν πως με εμποδούσαν, τραβώντας με με τα δόντια τους από τα φορέματα, και εμποδίζοντάς μου την στράταν.

Απεχαιρέτησα λοιπόν τους Εβραίους, εδίπλωσα επί του στήθους το φόρεμα προς πλειοτέραν προφύλαξιν του εντός του κόλπου μου σάκκου, και εκίνησα διά να επιστρέψω εις τα ίδια. Αλλά μόλις εισέβην εις την κεντρικήν της αγοράς οδόν, ακούω κραυγάς εκ νέου και αλαλαγμούς, και πριν έτι λάβω τον καιρόν ν' αποσυρθώ ή προφυλαχθώ, ευρίσκομαι εντός σμήνους Τούρκων τρεχόντων με τα ξίφη εις χείρας γυμνά.

Όθεν, χωρίς αναβολήν καιρού, εκίνησα προς την πολιτείαν και εμβαίνοντας εις την κατ' ευθείαν οδόν επεριπάτησα μίαν ημέραν και μίαν νύκτα έως να φθάσω εις την πόλιν· και όταν με είδεν ο αυθέντης μου εχάρη καθ' υπερβολήν, λέγοντάς μου· ταλαίπωρε Σεβάχ, ήξευρε ότι είχα μεγάλην θλίψιν διά εσένα, διότι εστοχαζόμουν εις τόσας ημέρας έξω του συνηθισμένου που δεν εφάνης, πως να σε εθανάτωσαν οι Ελέφαντες, καθώς το έπαθαν πολλότατοί μου σκλάβοι· μάλιστα πηγαινάμενος εις τον διωρισμένον τόπον, είδα το δένδρον ξεριζωμένον κατά γης, και το δοξάριόν σου με τες σαΐτες διασκορπισμένες ένθεν κακείθεν· διά τούτο διηγήσου μου το συμβάν που σου έτυχεν.

Αυτά 'πε, και τα εδέχθηκεν η ανδρική ψυχή μου, κ' εκίνησα προς το γοργό καράβι, 'ς τ' ακρογιάλι, και αυτούτο πλοίον εύρηκα τους ποθητούς συντρόφους, 'που ήσαν απαρηγόρητοι και άπαυτα δάκρυα χύναν. και ωσάν οι μόσχ' οι μανδριστοί, την ώρα οπού γυρίζουν 410 απ' το γρασίδ' εις την αυλή χορτάταις η αγελάδαις, όλοι μαζή ταις προϋπαντούν πηδώντας, ώστε η μάνδραις δεν τους κρατούν, και ολόγυρα εις ταις μητέραις τρέχουν μουγκρίζοντας• όμοια και αυτοί, ως μ' είδαν έμπροσθέν τους, εχύθηκαν δακρύζοντας• κ' εφάν' εις την καρδιά τους 415 εις την πατρίδα ως να 'φθασαν, 'ς την πετρωτήν Ιθάκη, 'ς την γην όπου εγεννήθηκαν, 'ς την γην 'που ανατραφήκαν, και κλαίοντας μου ωμίλησαν• «για την επιστροφή σου, διόθρεφτ', εχαρήκαμεν, όσ' ήθελε χαρούμε εις την Ιθάκη αν φθάναμε, 'ς την ποθητήν πατρίδα. 420 πλην τώρα ειπέ μας την φθορά των άλλων των συντρόφων».

Δεν είναι περίεργον το πράγμα; με ηρώτησε ταπεινή τη φωνή ο Νίκος. Εκίνησα σιωπηλώς την κεφαλήν. Κατά την ώραν εκείνην ο πλειότερον συγκεκινημένος εκ των δύο ημών δεν ήτο βεβαίως ο εξάδελφος μου. Ενώπιον του πρωτοτύπου της επί του τοίχου εικόνος, εφαίνοντο διαλυθέντες οι προληπτικοί φόβοι του και εξήφθη η περιέργεια του, ενώ άλλαι σκέψεις εδέσμευον την ιδικήν μου.

Όταν δε επέστρεψα και είχομεν δειπνήσει και επρόκειτο να πλαγιάσωμεν, τότε μου λέγει ο αδελφός μου ότι ήλθεν ο Πρωταγόρας. Έπειτα όμως εσκέφθην ότι είναι πολύ προχωρημένη η νυξ· ευθύς δε που ο ύπνος με ελάφρωσεν από τον κόπον, αμέσως εσηκώθην και εκίνησα να έλθω εδώ. Και εκείνος, αφ' ου εγέλασεν, είπε: — Ναι, μα τους θεούς, Σωκράτη, διότι μόνος του βέβαια είναι σοφός, δεν κάμνει δε και εμέ σοφόν.