United States or Anguilla ? Vote for the TOP Country of the Week !


Ακούω του λυσσώντος Ανέμου την ορμήν· Κτυπά με βίαν· ανοίγονται Του ναού τα παράθυρα Κατασχισμένα. Από τον ουρανόν, Όπου τα μελανόπτερα Σύννεφα αρμενίζουν, Το ψυχρόν της αργύριον Ρίπτει η σελήνη. Και ένα κρύον φωτίζει Λευκόν, σιγαλόν μάρμαρον· Σβησθέν λιβανιστήριον, Κερία σβηστά και κόλυβα Έχει το μνήμα. Ω παντοδυναμώτατε!

Ομοίως δε, εξηκολούθησεν ο Σωκράτης, νομίζω ότι και το άκρυον, εάν ήτο άφθαρτον, οπόταν κανέν κρύον πράγμα επλησίαζεν επάνω εις την φωτιάν, αυτή ποτέ δεν θα εσβύνετο, ούτε θα εφθείρετο, αλλά θα έφευγεν εκείθεν απείρακτος. Άφευκτον είναι, είπεν ο Κέβης.

Εσύ, είσαι αρχόντισσα· εάν διά το κρύον με τόσην πολυτέλειαν το σώμα σου στολίζης. η φύσις δεν χρειάζεται τα πλούσια στολίδια αυτά, που είναι περιττά διά να σε ζεστάνουν. Αν είν' ό,τι χρειάζεται και μόνον, δώσετέ μου υπομονήν, ω ουρανοί! Υπομονή μου λείπει! Εμπρός σας στέκω, ω θεοί, δυστυχισμένος γέρος, από την λύπην μου βαρύς, καθώς κι' από τα χρόνια, και εις τα δυο ελεεινός.

Τα στήθια του από ολόβολο κοτρώνι ξαλαφρώσαν, Της αχνισμένης όψης του σφογγάει τον κρύον ίδρω, Παίρνει βαθύν ανασασμό μες οχ τα φυλλοκάρδια.

Σοφούς και μάγους 'βρήκα 'στήν πρώτην των σπουδήν, και μες 'στόν φούρνο 'μπήκα του Χόντζα Ναστραδδίν. Έφαγα σιναγρίδα 'στό σπήτι του Λουκούλου, και την Μαρκόλφα είδα μετά του Μπερτοδούλου. Τρεις νύκταις είχα μείνει φρουρός με φλέγμα κρύον σαν 'πήγε 'στήν Αλκμήνη ο Ζευς ως Αμφιτρύων. Τρεις νύκταις 'στό ποδάρι να μάθω τι συμβαίνει, βαστώντας το φανάρι του πάλαι Διογένη.

Το λοιπόν όταν ανέτειλεν ο ήλιος εβγήκα από το κλουβίον μου, όμως πολλά αδύνατος και ασθενημένος από το φαρμακερόν φύσημα του όφεως που με θυμόν εφυσούσεν ολόγυρα· αλλ' όταν έφαγα κάποια χόρτα αντιφάρμακα και έπια νερόν κρύον και δροσερόν, εθεραπεύθηκα εν τω άμα και εκίνησα προς τον αιγιαλόν και φθάνοντας εκεί βλέπω ξέμακρα ένα καράβι· τότε άρχισα να φωνάζω, εξαπλώνοντας εις τον αέρα ένα άσπρο μανδύλι που είχα διά σαρίκι και όταν με ήκουσαν και με είδαν οι ναύται, ο καραβοκύρης ευθύς έστειλε το καΐκι έξω, και με επήρε μέσα εις το καράβι.

Με αυτό λοιπόν το συμβάν απέκτησεν ο γέρων πάππος εις το σπίτι του ένα ορφανόν, αυτό το αγόρι, που περισσότερον &γελούσε παρά έκλαιγε& εφαίνετο όμως ότι του είχεν εξαφανισθή το γέλοιο· και αυτή η αλλοίωσις συνετελέσθη βέβαια μέσα εις την χαράδραν του Παγώνος μέσα εις τον κρύον παράδοξον του Πάγου κόσμον, όπου αι ψυχαί των κολασμένων είναι εγκαθειργμέναι μέχρι της δευτέρας παρουσίας, όπως πιστεύει ο Ελβετός χωρικός.

Εμπρός· έλεγεν αύτη, κρύπτουσα απ' εκείνου την συγκίνησιν και τον κρύον φόβον της. Ούτω εξηκολούθησαν πλανώμενα επί πολύ εις το σκότος το μαύρον όσον και η τύχη των. Ότε δε διέκρινον εις τον ορίζοντα το γλυκοχάραγμα της ημέρας, ανέπνευσαν ελευθέρως ως να εσώθησαν από του κινδύνου.

Τα νυκτοπούλια αισθανθέντα τον κρύον αέρα της αυγής έπαυσαν τον θλιβερόν και μονότονον κρωγμόν των, αφήσαντα ελεύθερον το στάδιον εις τα ποικιλόστομα πρωινά πουλιά, ων το γλυκύ κελάδημα διέτρεχε χαρμοσύνως το κενόν ως χαιρετισμός προς την αφυπνιζομένην πολίχνην.

Δεν ημπορεί διόλου, είπεν ο Κέβης. Εξέτασε λοιπόν, παρακαλώ, είπεν ο Σωκράτης, ακόμη και το εξής, διά να ίδωμεν αν θα το παραδεχθής· ονομάζεις κανέν πράγμα ζεστόν και κρύον; Ναι βέβαια, είπεν ο Κέβης. Άρα γε εκείνο, το οποίον ονομάζεις χιόνα και φωτιάν; Μα τον Δία, όχι βέβαια. Αλλά το ζεστόν είναι άλλο παρά η φωτιά και το κρύον άλλο παρά το χιόνι; Ηρώτησεν ο Σωκράτης. Ναι, είπεν ο Κέβης.