United States or Guatemala ? Vote for the TOP Country of the Week !


Και νέο κύμα ακολουθά κι όλο η βοή πληθαίνει κι όλο αγριώτερη βογκά και ξανασπά η ριπή· μα ωσάν η ορμή της έξαφνα να πέφτη κουρασμένη, απλώνεται, μια ολόβαθη λίγες στιγμές σιωπή. Και δες: ένα κελάδημα πουλιών ακούεται τώρα και στην πηγή πώς σιγαλά σταλάζει το νερό, και καθώς λάμπει φωτεινή, θερμή του Αυγούστου η ώρα, κι η πεταλούδα ολόλευκο σαλεύει το φτερό.

Κι ήταν ο Μάης παράδεισος που μύριζαν τα μήλα κι ήτανε το κελάδημα στους κλώνους η πνοή σου κι ο κόσμος το πρωτόλουβο το γέλιο της ψυχής σου που είδε τον ήλιο μια στιγμή να λάμψη στο ακρογιάλι, καθώς στην πρύμνη σκίρτησε φαιδρό το μαϊστράλι.

Κι ονειρεύοντάς το τανιστορούσε μ' όλες του τις ομορφιές, ομορφιές που τόσο τις λάτρευε, που να βασταχτή δεν μπορούσε, παρά ξεχείλιζε η καρδιά του με την ανιστόρηση μονάχη, άστραφτε η όψη του, το τραγούδι του καταντούσε κελάδημα, και γλέντι το γέλοιο του. Είταν όμως η κατάστασή του μπλεγμένη, κ' έπρεπε να γυρίση τα χωριά να μαζέψη τουλάχιστο μέρος πρι να ξεκινήση.

Εκοντοστάθη ολίγον μετά τινος αγνώστου τρόμου, αλλ' είτα επειδή τα πτηνά επανέλαβον το κελάδημά των, απέδωκε τον φόβον εις την ύποπτον του ανθρώπου φαντασίαν και εξηκολούθησε τον δρόμον χωρίς να είπη τι. Γειτόνισσαί τινες είνε πεπρωμένον να προβλέπωσι πάντοτε το κακόν, με την διαφοράν ότι τούτο ως επί το πλείστον αποβαίνει εις αγαθόν.

Το πουλάκι το γλυκό που λέγεται καλοσύνη, το πουλάκι που και το ίδιο μαγέβεται με το κελάδημά του, δεν πολυτραγουδούσε μέσα στην καρδιά τους. Το στηθουλάκι τους είτανε μικρουλό, σαν κάτι στενούτσικο το κλουβί, και δε χωρούσε μέσα ταγαθό το πουλί μας.

Δεν έβλεπε πλέον αστέρας άνωθέν της, δεν ήκουε της αηδόνος το κελάδημα, ούτε ησθάνετο πλέον την δρόσον του δάσους και την πνοήν του ζεφύρου επί των παρειών της.

Και εχαίρετο το χαμόμηλον όταν ήκουε την κίχλαν να λέγη με το κελάδημά της όσα εκείνο το πτωχόν δεν είχε φωνήν να εκφράση· και δεν εζήλευεν ότι δεν ημπορούσε και εκείνο να πετάξη και να κελαδήση, αλλά ήτο ευχαριστημένον με ό,τι έβλεπε τριγύρω του, με τον ήλιον και με το φως και με την ζέστην.

Είναι βαρύτιμον κληροδότημα μεταβιβασθέν παρά του Διάκου εις τους ποιητάς της νέας Ελλάδος, είναι κελάδημα ικανόν να συγκινήση τους ανυδροτέρους οφθαλμούς και τας τραχυτέρας καρδίας.

Και όσον ήκουε το ηδύ κελάδημά του η κυρά-Μανωλάκαινα, τόσον έσπευδε να συμπληρώση τον ιματισμόν της, φοβουμένη μη δεν προφθάση, μη κλείση ο νυμφών, και αυτή δεν εκοιμήθη ως αι πέντε μωραί παρθένοι· απεναντίας ηγρύπνει με πλέον ανοικτά τα μάτια από τας φρονίμους.

Και κοιμάται κει κρατώντας στην αγκαλιά το φίλο του, το λευκό ξύλινο σκυλάκι, που έχει μαλλιά σαν αρνί και μάτια από μαύρες χάντρες και που ο Σβεν το είχε βαφτίσει Φλόκι. Ο Φλόκι είνε ήσυχος σύντροφος στον ύπνο. Δεν ενοχλεί κανέναν. Έξω στις κορφές των δέντρων αντιλαλεί το πρώτο αριό κελάδημα των πουλιών, που μηνά το ροδοχάραμα.