United States or Zambia ? Vote for the TOP Country of the Week !


Κένταγε κι’ ωριοκένταγε στην άκρη από τον κάμπον Ένα πανέμορφο βουνό, που είναι ψηλό και μέγα, Πώχει χιλιάδες δυο κορφές κι’ αμέτρητες βρυσούλες, Κάθε κορφή και φλάμπουρο, κάθε δεντρί και κλέφτη Και στην ψηλότερη κορφή, στου Άγι-Ηλιά τη ράχη, Οπώχει αιώνια σκέπασμα σαράντα πήχες χιόνι, Κένταγε αητό δικέφαλο με δυο χρυσές κορώνες, Που κράταγε στα νύχια του κεφάλι αντρειωμένου .

Τα κακοτράχαλα βουνά του Πίντου όσοι διαβαίνουν, Οπώχουν τους ψηλούς γκρεμούς και τα μεγάλα λόγγα Και τες αμέτρητες κορφές και τες πολλές βρυσούλες, Οπώχουν τα περίφημα τα πλούσια τσελιγγάτα.

Άχνιζε τώρα κατά τη δύσι του το φεγγάρι και στ' ανατολικά κορφοβούνια, εκεί που πρώτα έλαμπε ο Γελαντζής, έσκαε ο Αυγερινός τώρα. Ο Μπάρρος, ο Καταρραχιάς, τ' Αυτί, η Νύφες κι άλλες ολόγυρα κορφές ασπρογάλιαζαν στο γλυκοχάραμμα.

Και κοιμάται κει κρατώντας στην αγκαλιά το φίλο του, το λευκό ξύλινο σκυλάκι, που έχει μαλλιά σαν αρνί και μάτια από μαύρες χάντρες και που ο Σβεν το είχε βαφτίσει Φλόκι. Ο Φλόκι είνε ήσυχος σύντροφος στον ύπνο. Δεν ενοχλεί κανέναν. Έξω στις κορφές των δέντρων αντιλαλεί το πρώτο αριό κελάδημα των πουλιών, που μηνά το ροδοχάραμα.

Είπε, κι' αγρίκησε η θεά με τις χρυσές φτερούγες 195 κι' οχ τις δροσόλουστες κορφές κατέβηκε στην Τροία. Εκεί τον άφοβο Έχτορα, του γέρου γιο Πριάμου, τον βρήκε μέσα πούστεκε στο κολλητό του αμάξι. Και πάει κοντά του στέκεται και του λαλεί διο λόγια «Έχτορα, του Πριάμου γιε, ισόγνωμε του Δία, 200 σ' εσένα ο Δίας μ' έστειλε αφτά να σου μιλήσω.

Κάτω από τα παράθυρά μας τα κύματα κυλούσαν απάνω στις πέτρες κι όσο μακριά έφτανε το μάτι, έβλεπε μόνο τις λευκές κορφές απάνω στη σκοτεινή επιφάνεια της θάλασσας και τα μικρά βραχόνησα, που γύρω τους σπάζανε τα κύματα. Σαν καταρράχτες από λευκό αφρό ορθωνόντανε ψηλά τα κύματα, σπρωγμένα από το βάρος ολάκερης της θάλασσας, που τα στρύμωχνε από τη δύση.

Είπε, κι' ακούει η γλήγορη θεά, και χέρι χέρι έτρεξε κάτου απ' τις κορφές της Ίδας ως στον κάμπο. Πώς αψηλά οχ τα σύγνεφα πέφτει χαλάζι ή χιόνι 170 κατάκριο, σα φυσάει βοριάς και φέρνει παγοκαίρι, έτσι γοργόποδη η θεά πιλάλησε ως τον κάμπο.

Ο ουρανός θ' αφίνη μέσ' απ' τις ψηλοθώρητες κορφές των δέντρων να βλέπουμε λιγάκι γαλανό χρώμα· κ' η ψυχή μας θ' αναγαλλιάζη. Ο κόσμος δε θα μας στέλνη εκεί μέσα τη βοή του και θάμαστε ευτυχισμένοι.

Είπε, κι' εφτύς τον άκουσε του Κρόνου η κόρη η Ήρα, και στον τρανό πήγε Έλυμπο οχ τις κορφές της Ίδας. Σαν πώς πετάει ο νους αντρός κοσμοταξιδεμένου 80 όταν στης μάβρης του καρδιάς τα βάθια λογαριάζει «εδώ 'μουνα κι' εκεί 'μουνακαι τα παλιά θυμάται· έτσι γοργά πετάχτηκε πιλάλα η σεβαστή Ήρα.

Τα δένδρα κουνούσαν από μακρυά τις ψηλές κορφές τους και την χαιρετούσαν, τα λουλούδια της έστελναν χαιρετίσματα με τις πιο γλυκές μυρωδιές τους, και η λίμνη, που γιάλιζε σαν καθρέφτης κάτω απ' τον ωραίο ήλιο, την προσκαλούσε πάλι να λουσθή στα νερά της. Και η βασιλόπουλα έκλαιγε κι' όλο έκλαιγε.