United States or Luxembourg ? Vote for the TOP Country of the Week !


Είπε και τ' ασημόκομποτον ώμο έζωσε ξίφος. έδυσ' ο ήλιος κ' έλαβε τα λαμπρά δώρα εκείνος• οι κήρυκες οι θαυμαστοί τα έφερναντου Αλκινόου το δώμα, όπου τα δέχθηκαν οι υιοί του βασιλέα• και αυτοίτο πλάγι απόθοσαν της σεβαστής μητρός τους 420 τα ωραία δώρα• εκίνησεν ο Αλκίνοος τότε ο θείος, κατόπ' οι άλλοι, κ' έφθασαν, και εις τα υψηλά θρονία κάθισαν όλοι• κ' έλεγεν ο Αλκίνοος της Αρήτης• «Γυνή μου, το λαμπρότερο κιβώτιο, 'πώχεις, φέρε, και μέσα βάλε καθαρήν χλαμύδα και χιτώνα. 425 κ' ευθύς νερό μες τον χαλκό θερμάνετε του ξένου, όπως αφού λουσθή και ιδή με τάξι όλα βαλμένα τα δώρα, όσα οι Φαίακες οι άψεγοι του φέραν, χαρή και το τραπέζι μας και της ωδής τον ύμνο. και τούτο τ' εύμορφο χρυσό ποτήρι εγώ του δίνω, 430 να με θυμάται ολοζωής, όταντα μέγαρά του σπονδαίς προσφέρη του Διός και όλων των αθανάτων».

Όθεν ο Ζάχος μόλις εγνώρισεν ότι θα μετείχε της νυκτερινής εξόδου, πιστός εις την κλεφτικήν συνήθειαν, έσπευσεν ευθύς, αν όχι να λουσθήδιότι το νερό δεν ήτο άφθονον εις την πολιορκουμένην πόλιννα καθαρίση τουλάχιστον τάρματά του και τα παρέδωσεν εις την μητέρα του μέχρι της ωρισμένης ώρας.

Τα δένδρα κουνούσαν από μακρυά τις ψηλές κορφές τους και την χαιρετούσαν, τα λουλούδια της έστελναν χαιρετίσματα με τις πιο γλυκές μυρωδιές τους, και η λίμνη, που γιάλιζε σαν καθρέφτης κάτω απ' τον ωραίο ήλιο, την προσκαλούσε πάλι να λουσθή στα νερά της. Και η βασιλόπουλα έκλαιγε κι' όλο έκλαιγε.

Αφ' ού είπεν αυτά, εκείνος μεν εσηκώθη να υπάγη εις έν δωμάτιον, διά να λουσθή, και ο Κρίτων τον ηκολούθει· επεριμένομεν λοιπόν συνομιλούντες μεταξύ μας δι' όσα είχον λεχθή και εξετάζοντες αυτά πάλιν και τότε δε αναφέροντες πόσον μεγάλην συμφοράν θα πάθωμεν, νομίζοντες αληθώς ότι θα περάσωμεν την μετά ταύτα ζωήν ορφανοί, ωσάν να εχάσαμεν πατέρα.

Άφησε την ψυχήν σου ελευθέραν εν μια νυκτί εαρινή, ίνα λουσθή εις το μυστήριόν της.

Άμα δε λουσθή τις δύναται να μη επιστρέψη διά των αυτών διαμερισμάτων αλλά διά ταχυτέρας και βαθμιαίας επανόδου εις το ψυχρόν και από διαμέρισμα ελαφρώς θερμαινόμενον και λαμπρώς φωτιζόμενον. Εκτός τούτου τα ύψη των αιθουσών είνε παντού ανάλογα και τα πλάτη προς τα μήκη σύμμετρα και πανταχού επικρατεί πολλή χάρις και ηδονική ευμάρεια.

Και ιδού εγώ, ανηρτημένος από του αχανούς, ως αντάρτης, και πάλιν καταπίπτων εντός της ιδίας κεφαλής σου, ως μολύβδινος όγκος. Και νυν, σε ζητώ εις μάτην, ω Σοφία, με το βλέμμα μου το τυφλόν, και εις μάτην η συντριβείσα ψυχή μου ανακύπτει και ζητεί να λουσθή εις τα ζωογόνα νάματά σου.

Είπε, κ' εκείναις έμειναν, και αντιπαρακινώνταν, κ' εκάθισαν τον Οδυσσηάανάνεμη γωνία, όπως η κόρη Ναυσικά ταις είχε παραγγείλει. σιμά του έθεσαν αλλαξιά, χιτώνα, επανωφόρι, μέσα εις ολόχρυσο ροΐ του έδωκαν υγρό λάδι, 215 και να λουσθή τον έλεγαντου ποταμού το ρεύμα. τότ' είπε εις ταις θεράπαιναις ο θείος Οδυσσέας•

Ο πάγος που είχε πήξει γύρω στην καρδιά μας λυώνει. Ξεσπούμε σ' άγρια δάκρυα αγωνίας και σκύβουμε το μέτωπό μας ίσαμε τη γη, γιατί ξέρομε πως κάναμε αμαρτία. Όταν έχουμε κάνει μετάνοια και αγνισθή και πιη από τη βρύση της Λήθης και λουσθή στην πηγή της Εύνοιας η δέσποινα της ψυχής μας μάς σηκώνει ψηλά στον Ουράνιο Παράδεισο.

Όταν ο Αλέξανδρος είδε τον ποταμόν Κύδνον ωραίον και διαυγή, με βάθος όχι επικίνδυνον και ρεύμα όχι πολύ ορμητικόν και εν καιρώ θέρους ψυχρόν, επομένως λίαν κατάλληλον διά κολύμβημα, μου φαίνεται ότι και αν ήτο βέβαιος ότι θα ησθένει, όπως ησθένησε, δεν θα κατενίκα την επιθυμίαν να λουσθή.