United States or Saint Helena, Ascension, and Tristan da Cunha ? Vote for the TOP Country of the Week !
Είπε, κ' εκείναις έμειναν, και αντιπαρακινώνταν, κ' εκάθισαν τον Οδυσσηά 'ς ανάνεμη γωνία, όπως η κόρη Ναυσικά ταις είχε παραγγείλει. σιμά του έθεσαν αλλαξιά, χιτώνα, επανωφόρι, μέσα εις ολόχρυσο ροΐ του έδωκαν υγρό λάδι, 215 και να λουσθή τον έλεγαν 'ς του ποταμού το ρεύμα. τότ' είπε εις ταις θεράπαιναις ο θείος Οδυσσέας•
Αυτού θαλασσοδέρνονταν δυό 'μέραις και δυο νύκταις, κ' η καρδιά του τον όλεθρο συχνόβλεπεν εμπρός του. αλλ' ότε η καλοπλέξουδη Ηώ την τρίτα ημέρα 390 έφερ', έπαυσ' ο άνεμος, και ανάνεμη γαλήνη έγεινε, και αυτός σπρώχνοντας το βλέμμ' είδε πλησίον την γην, ως τον εσήκωσεν επάνω μέγα κύμα. και ως δείχνεται ποθούμενη για τα παιδιά του η ζήσι πατρός, 'π' αρρώστια μακρινή σκληρή 'ς την κλίνη φθείρει, 395 όπου έρριξέ τον δαίμονας κακός, και τον εσώσαν ποθούμενον οι αθάνατοι, παρόμοια του Οδυσσέα εφανερώθη ποθητή η γη και η πρασινάδα. κ' εκολυμπούσε πρόθυμος 'ς την γη πόδι να στήση. και ως ήταν εις το διάστημα, 'π' ανθρώπου βοή φθάνει, 400 τότ' άκουσε της θάλασσας τον κτύπον εις τους βράχους• ότι προς την ξερή στερηά το μέγα κύμα εμούγκρα φρικτά ως το ξέρνα η θάλασσα, και αφρούς εσκέπαζ' όλα• γιατί λιμάνια δεν ήσαν, αράσματα δεν ήσαν, αλλ' άκραις ήσαν πετακταίς, πέτραις σχισταίς και βράχοι. 405 και τ' Οδυσσηά τα γόνατα κοπήκαν και η καρδία, κ' έλεγε με παράπονο 'ς την ανδρική ψυχή του•
Κ' ενώ τούτα φανέρονα με τάξι των συντρόφων, 165 τ' ωραίο πλοίον έφθασε 'ς την νήσο των Σειρήνων ογλήγορ', όπως το 'σπρωχνε βοηθητικός ο πρύμος. έπεσ' ο άνεμος ευθύς και ανάνεμη γαλήνη έγεινε• θεία δύναμις εκοίμισε το κύμα. σηκώθηκαν οι σύντροφοι, και τα πανιά διπλώσαν, 170 κάτω 'ς το πλοίο τα 'θεσαν, και αράδα καθισμένοι με τα καλόξυστα κουπιά την θάλασσα λευκαίναν. κ' εγώ κεριού μέγαν τροχό μ' ακονητό μαχαίρι ελιάνισα, και το 'θλιβα με τ' ανδρικά μου χέρια• και τα κερί ζεσταίνονταν, ως τό βιαζ' η ανδρειά μου, 175 και ο Ήλιος ο Υπερίονας με την θερμή του ακτίνα. αραδικώς τότ' έφραξα τ' αυτία των συντρόφων• εκείνοι χεροπόδαρα μ' εδέσαν 'ς το κατάρτι ορθόν, κ' έστριψαν των σχοινιών ταις άκραις ς' τον κορμό του, και την λευκή την θάλασσαν έδερναν καθισμένοι. 180 και ότ' είμασθεν εις διάστημα, 'π ανθρώπου βοή φθάνει, 'ς αυταίς σιμά δεν ώρμησε χωρίς να το νοήσουν το γοργό πλοίο, και άρχισαν ψιλόφωνο τραγούδι• «ω καύχημα των Αχαιών, πολύμνητε Οδυσσέα, το πλοίο κράτησ', έλα εδώ, ν' ακούσης την φωνή μας• 185 ότι δεν πέρασε κανείς εδώθε με καράβι, χωρίς το γλυκολάλημα ν' ακούση της φωνής μας. ευφραίνεται και αναχωρεί με γνώσαις πλουτισμένος• τι ξεύρουμ' όσα εμόχθησαν εις την πλατειά Τρωάδα Τρώες και Αργείοι, των θεών ως ήθελεν η γνώμη. 190 και ό,τι συμβαίν' ηξεύρουμε 'ς την γη την πολυθρέπτρα».
Λέξη Της Ημέρας