United States or Kosovo ? Vote for the TOP Country of the Week !
Αυτά 'πε• και άμα ο γλήγορος υπάκουσε αργοφόνος• κ' ευθύς 'ς τα πόδια τα καλά προσέδεσε πεδούλια, ολόχρυσα και άφθαρτα, 'που εφέρναν τον επάνω 45 'ς την θάλασσα, 'ς την άπειρη την γη, σαν τους αέραις. το ραβδί πήρε, οπού μ' αυτό τα βλέφαρα κοιμίζει όποιου θνητού θελήση αυτός, κ' εγείρει όποιον κοιμάται. μ' αυτό 'ς τα χέρια πέτονταν ο μέγας αργοφόνος• και εις την Πιερία πάτησε, κ' έπεσε απ' τον αιθέρα 50 'ς το πέλαγος• και αρμένιζε 'ς το κύμα επάν' ως γλάρος, 'που εις τα φρικτά βυθίσματα της άπατης θαλάσσης ψάρια ζητεί, και τα πτερά 'ς την άρμη συχνοβρέχει. όμοιος μ' αυτόν εφέρονταν ο Ερμής 'ς άπειρο κύμα. και όταν •ς την νήσον έφθασε την απομακρυσμένη, 55 απ' το γαλάζιο πέλαγος εβγήκε να πατήση την γη, και εις τ' άντρον έφθασε το μέγα, όπου εκατοίκα η νύμφ' η καλοπλέξουδη, και μέσα εκείνην ηύρε. και εις την γωνίστρα καίονταν ξύλα πολλά του κέδρου και της καλόσχιστης θυάς, κ' εσκόρπα η μυρωδία 60 εις το νησί• καλόφωνα κει μέσα ετραγουδούσε αυτή, και ύφαινε πανί με ολόχρυση σαγίττα. και δάσος ολοφούντωτον ήταν τριγύρω 'ς τ' άντρο, κλήθρα, και λεύκα, ευωδερό μ' εκείναις κυπαρίσσι. και μέσ' αυτού πλατύπτερα πετούμενα εκουρνιάζαν, 65 στριγλιά, γεράκια, και μαζή πλατύγλωσσαις κουρούναις, θαλασσοπούλι, 'που η ζωή τ' αρέσει του πελάγου. και ήμερο κλήμα ολόγυρα 'ς το βαθουλό το σπήληο, θυμό γεμάτο απλόνονταν σταφύλια στολισμένο. και βρύσες τέσσερες εγγύς και αραδικώς ερρέαν 70 λευκό νερό, και η καθεμιά 'ς άλλο εκυλούσε μέρος• και γιοφυλλιών γύρω απαλά λιβάδια και σελίνων πρασίνιζαν και αθάνατος αν πήγαιν' εκεί πέρα κυττάζοντας θα εθαύμαζε, και θα 'χαιρε η ψυχή του. έμεινε αυτού κ' εθαύμαζεν ο μέγας αργοφόνος• 75 και αφού τα πάντα εθαύμασεν εις την ψυχή του εκείνος, 'ς το ευρύχωρ' άντρο εμπήκ' ευθύς• και ως είδε αυτόν αγνάντια, δεν άργησεν η Καλυψώ να τον γνωρίσ' η θεία• ότι δεν είν' οι αθάνατοι άγνωστοι μεταξύ τους, και αν τύχη κάποιος απ' αυτούς μακρυά να κατοικάη. 80 μέσα τον μεγαλόκαρδο δεν εύρεν Οδυσσέα• έκλαιγε αυτός καθήμενος εις τ' ακρογιάλι, ως πρώτα, με θρήνους, μ' αναστεναγμούς, με πάθη 'ς την ψυχή του, κ' εκύττα δάκρυα χύνοντας τα τρίσβαθα πελάγη. και τον Ερμήν η Καλυψώ ερώτησεν η θεία, 85 αφού τον κάθισε εις θρονί λαμπρό και στιλβωμένο•
Αυτά συνωμιλούσαμε• και ιδού, γυναικών πλήθος 225 έρχονταν, —ως ταις έστελνεν η θεία Περσεφόνη,— όσαις και αν ήσαν σύντροφοι και κόραις των ηρώων. κ' ενώ 'ς το αίμα ολόγυρα το μαύρο εσυναζόνταν, πώς να ερωτήσω καθεμιά 'ς τον νου μου εγώ ζητούσα. και απ' όλαις η καλήτερη τούτη μου εφάνη γνώμη• 230 απ' το πλευρό μου έσυρα το ακονητό σπαθί μου, και δεν ταις άφινα μαζή το μαύρ' αίμα να πίνουν• κ' έρχονταν τότε αραδικώς αυτού, και καθεμία το γένος της φανέρονε, καθώς την ερωτούσα.
Κατόπ' η ασύγκριτη γυνή 'ς τ' ανώγια της ανέβη, και η κόραις με τα υπέρλαμπρα τα δώρ' ακολουθούσαν, πάλιν εκείνοι 'ς τον χορό και 'ς το τερπνό τραγούδι γύρισαν, κ' εξεφάντοναν, το εσπέρας ως να φθάση. 305 και ακόμη ως εξεφάντοναν το μαύρο εσπέρας ήλθε. ευθύς τρεις έσταιναν φανούς 'ς το μέγαρο να φέγγουν, κ' έβαλαν ξύλ' ηλιόκαυτα, νεόσχιστα, τριγύρω, δαδιά κατόπιν έσμιγαν κ' εμψύχοναν την φλόγα η δούλαις τότε αραδικώς του αδάμαστου Οδυσσέα. 310 και ο διογενής πολύγνωμος εστράφηκε Οδυσσέας 'ς αυταίς τότε και ωμίλησεν «Ω δούλαις του κυρίου, του Οδυσσέα, 'που καιρούς λείπει μακρυά 'ς τα ξένα, της σεβαστής βασίλισσας πηγαίνετε 'ς το δώμα, και αυτού την ρόκα στρήφετε σιμά της, καθισμέναις 315 'ς το μέγαρον, ή γνέθετε, να χαίρεται κ' εκείνη. και 'ς αυτούς όλους 'που 'ναι δω θα 'μαι αρκετός να φέγγω• και ακόμη αν την καλόθρονην Ηώ θα περιμείνουν, δεν θα δειλιάσ', ότι πολύ τον κόπον υπομένω».
Λέξη Της Ημέρας