Vietnam or Thailand ? Vote for the TOP Country of the Week !

Ενημερώθηκε: 25 Μαΐου 2025


Στην Καραβατιά, κατά τα Δυο τ' Αδέρφια, είχεν ο Ζώης ο Αζώηρος τον καφενέ του. Είχε σιγυρίσει σε τόπον καφενέ το ίδιο το σπίτι του που καθότουν αυτός, χήρος κι άτεκνος, με τη μεσόκοπην αδερφή του, την Κυρά Τσεβούλα. Αυτός εσερβίριζε τους μουστερίδες, κ' η αδερφή του έβραζε τους καφέδες μέσα, 'ς το ίδιο το τζάκι, 'ς την ίδια γωνίστρα του σπιτιού, οπώβραζαν και το φαγί τους.

Είπε και αυταίς υπάκουσαν ευθύς εις την φωνή της• κ' έθεσαν βρώσι και πιοτό σιμάτον Οδυσσέα• κ' έτρωγε κ' έπινε αρπακτά ο θείος Οδυσσέας, κ' είχε ο πολύπαθος καιρούς φαγί να δοκιμάση. 250 και η λεκοχαίρα Ναυσικά τότ' εφευρήκεν άλλο• εδίπλωσε και απίθωσε τα ενδύματα εις τ' αμάξι, έζεψε τα σκληρώνυχα μουλάρια και άμ' ανέβη. κ' επαρακίνα λέγοντας τον Οδυσσηά• «Σηκώσου, ξένε, εις την πόλι για να πας, κ' εγώ θα σ' οδηγήσω 255του συνετού πατέρα μου το δώμα, όπου τους πρώτους πιστεύω από τους Φαίακαις θα ιδής και θα γνωρίσης. αλλ' έλα κάμε ό,τι σου ειπώ• θαρρώ πως γνώσιν έχεις. όσον αγρούς διαβαίνουμε, και των ανθρώπων έργα, με ταις θεράπαιναις μαζή κατόπιν εις τ' αμάξι 260 ογλήγορ' ακολούθα με, κ' εγώ τον δρόμο δείχνω, έως ότου θε να φθάσουμετην πόλιν, οπού πύργος ζών' υψηλός, κ' έχει καλούς λιμέναις δυοτα πλάγια. έχει το έμπασμα λεπτό• στενοχωρούν τον δρόμο τα κυρτά πλοίαταις σκεπαίς, 'πώχει καθείς δική του. 265 κ' είν' η αγορά τους, 'ς του λαμπρού την μέση Ποσειδίου, με συρταίς πέτραις, 'πώχωσαν βαθειά, θεμελιωμένη. και αυτού τ' άρμενα εργάζονται των πισσωμένων πλοίων, τα καλαμάρια, τα πανιά, και καταξυούν κουπία. και οι Φαίακες δεν αγαπούν φαρέτρα ουδέ δοξάρι, 270 μόνον πανιά, μόνον κουπιά, και ισόπλευρα καράβια, οπού γι' αυτά περήφανοι το λευκό κύμα σχίζουν. τούτων ξεφεύγω την πικρή γλώσσα, μη μ' ονειδίση κανένας, ότ' είναι λαός περήφανος και αυθάδης. άνδρας συμβαίνει πρόστυχος να ιδή, κ' ευθύς να είπη• 275 ο λαμπρός ξένος και τρανός, 'ς την Ναυσικά κατόπι, ποιος είναι; που τον εύρηκε; άνδρα της θα τον κάμη. μήπως από το πλοίο του, 'που εξέπεσ' εδώ πέρα, ξένον εδέχθη μακρυνόν; τι γείτονες δεν είναι. ή απ' ταις ολόθερμαις ευχαίς κατέβηκε ουρανόθεν 280 κάποιος θεός, και θα 'χη αυτόν εκείνη ολοζωής της; καλήτερ' αν μονάχη της εζήτησε κ' ευρήκε άλλοθεν άνδρα• ότι αψηφά τους συντοπίταις όλους, τους Φαίακαις, οπού πολλοί και οι πρώτοι την ζητούσι. αυτά θα ειπούν, κ' εγώ εντροπή τα λόγια τούτα θα 'χω. 285 κ' εγώ 'θελε κατηγορώ άλλην, αν όμοια πράξη, χωρίς να 'χη το θέλημα των ποθητών γονέων, πριν έλθ' εις γάμον φανερόν, τους άνδραις να σιμόνη. και τώρα, ξένε, πρόσεχε, αν θέλης ο πατέρας εις την πατρίδα ογλήγορα να σε ξεπροβοδήση. 290τον δρόμο θαύρης τον λαμπρόν λευκώνα της Αθήνης• μέσ' αναβρύζει αυτού πηγή, και γύρω έχει λιβάδι• αυτού 'ναι η γη και ο ανθούμενος ο κήπος του πατρός μου, από την πόλι διάστημα, 'π' ακούεσ' αν βοήσης. αυτού μείνε καθήμενος, έως ότου εμείςτην πόλι 295 πατήσουμε και φθάσουμετα σπίτια του πατρός μου• και άμα λογιάσης ότι 'μειςτα σπίτι έχουμε φθάσει, προς των Φαιάκων βάδισε την πόλι, και άμ' ερώτα τα σπίτια του γενναιόκαρδου πατέρα μου Αλκινόου. καλόγνωρα είναι• και μωρό παιδί να σου τα δείξη 300 δύναται• ότι δεν κτισθήκαν τα σπίτια των Φαιάκων, ως τα παλάτια κτίσθηκαν του ήρωα του Αλκινόου• και όταν οι δόμοι γύρωθε κ' η αυλή σε περιλάβουν, διάβα ευθύς το μέγαρο να φθάσηςτην μητέρα, 'που εις την γωνίστρα κάθεται, 'ς την λάμψι της φωτίας, 305 γαλάζιο κλώθοντας μαλλί, θαυμάσιον, εις τον στύλον απιθωμένη, και όπισθεν αυτής κάθονται η δούλαις. καιτην φωτιά σιμά θα ιδής τον θρόνο του πατρός μου, 'π' αυτού πίνει καθήμενος, όμοιος των αθανάτων. ξεπέρν' αυτόν, τα γόνατα, συ πιάσε της μητρός μου, 310 αν θες για σε χαρμόσυνη και ογλήγορα να φέξη η ημέρα της επιστροφής, όθεν μακρυά και αν ήσαι. και αν ίσως και σ' ελεηθή και σ' αγαπήση εκείνη, θάρρου, θα ιδής τους ποθητούς, ογλήγορα θα φθάσης, 'ς το σπίτι το καλόκτιστον, εις την γλυκειά πατρίδα». 315

Αυτά' πε και ξύλα 'σχισε με την σκληρήν αξίνα• χοίρον αυτοί παχύτατον, πεντάχρονον, εφέραν εις την γωνίστρα• τους θεούς ο δίκαιος χοιροτρόφος 420 δεν λησμονούσε• αλλ' έρριξε της κεφαλής του χοίρου ταις τρίχαις απαρχήτο πυρ• και των θεών ευχόνταντο σπίτι του ο πολύνοος να φθάσ' ο Οδυσσέας. του δένδρου έπειτ' απόκομμα, 'π' ως έσχιζ' είχε αφήσει, σήκωσε και τον κτύπησε, και ο χοίρος ενεκρώθη• 425 οι άλλοι τον σφάξαν κ' έκοψαν, αφού τον καψαλίσαν, και από τα μέλη όλ' απαρχαίς επήρε ο χοιροτρόφος, και εις το κνισάρι τα 'βαλεν ωμά• κατόπιν όλα επάνωθε τ' αλεύρωσε και τα 'ριξετην φλόγα• και τ' άλλα εκείνοι ελιάνισαν, τα σούβλισαν και ωραία 430 τα ψήσαν, τα ξεσούβλισαν και όλα μαζή τα φέραν εις τα κρεατοσάνιδα• και άρχισε ο χοιροτρόφος οπού τα δίκαια γνώριζεν, ορθός να τα μεράζη.

Αυτός εσερβίριζε τους μουστερίδες, κ' η αδερφή του έβραζε τους καφέδες μέσα, 'ς το ίδιο τζάκι, 'ς την ίδια γωνίστρα του σπιτιού, οπώβραζαν και το φαγί τους.

Λέξη Της Ημέρας

παρεμορφώθη

Άλλοι Ψάχνουν