United States or Hong Kong ? Vote for the TOP Country of the Week !


Αφού επιμένη όλος ο κόσμος. ΟΛΟΙΜπράβο, μπράβο. ΑΝΘΥΠΟΛ. — Θα σας οδηγήσω στο βήμα. Δώστε μου το μπράτσο σας. Στον ίδιο καιρό φωνάζει κρυφά τον υπηρέτη και κάτι του παραγγέλλει, Ο υπηρέτης φεύγει βιαστικά. Ήταν μια φορά ένας Γιάννης Σ' ένα πράσινο χωριό, Και δεν είχε ούτε χαΐρι Και δεν είχε ούτε μυαλό.

Πολύ θλιβεράν σημασίαν αποδίδετε εις τους λόγους μου, αγαπητοί μου φίλοι, διότι σας ωμίλησα διά να σας ενθαρρύνω και εξέφρασα την επιθυμίαν να διέλθωμεν την νύκτα υπό το φως των πυρσών. Μάθετε, φίλοι, ότι πολλά ελπίζω εκ της αύριον και ότι θα σας οδηγήσω εκεί όπου προσδοκώ μάλλον ζωήν νικηφόρον ή θάνατον και τιμήν. Ας μεταβώμεν εις το δείπνον και ας πνίξωμεν εις τον οίνον τας οχληράς σκέψεις.

Και τη στιγμή αυτή μου φάνηκε μικρό κι ανάξιο να δοκιμάσω να οδηγήσω ή να επηρρεάσω τη θλίψη της. Την έσυρα μόνο κοντά μου κ' είπα: — Κλάψε κοντά μου! Κλάψε όσο θέλης! Μη βιάζης τον εαυτό σου! Νομίζεις πως και γω δε λυπούμαι όσο και συ; Τα δάκρυα της πλημμυρίσανε τα μάτια κι όμως το πρόσωπό της, που είτανε γυρισμένο σε μένα, έλαμπε τόσο από χαρά, σα να της ήρθε η μεγαλήτερη ευτυχία.

Α! κύριε, είπε ο άνθρωπος με το φιλντισένιο μπαστούνι, κι' αν είχετε κάνει όλα τα εγκλήματα, που μπορεί να φανταστή κανείς, είστε ο πιο έντιμος άνθρωπος του κόσμου! Το καθένα τρείς χιλιάδες πιστόλες! Κύριε, μπορώ να σκοτωθώ για σας, αντί να σας οδηγήσω στη φυλακή.

ΘΥΡΩΡΟΣ Μα την πίστιν μου, Κύριε, το εδιασκεδάσαμεν ως που έκραξεν ο πετεινός. ΜΑΚΔΩΦ Κοιμάται ο αυθέντης σου; Ιδού, — ο θόρυβός μας τον έκαμε κ' εξύπνησε. ΛΕΝΩΞ Καλή ημέρα, Μάκβεθ! ΜΑΚΒΕΘ Καλή σας 'μέρα κι' αγαθή, κ' οι δυο. ΜΑΚΔΩΦ Καλέ μου Θάνη, ακόμη δεν εξύπνησεν ο βασιλεύς; ΜΑΚΒΕΘ Ακόμη. ΜΑΚΔΩΦ Να τον ξυπνήσω 'πρόσταξε πρωί πρωί. Φοβούμαι μην ήργησα. ΜΑΚΒΕΘ Πλησίον του εγώ να σ' οδηγήσω,

Και ταύτα μεν ήσαν τα αίτια των εναντίον εμού διαβολών τώρα δε, εάν ηξεύρω τι περισσότερον, θα σας οδηγήσω τι πρέπει να αποφασίσετε. Εις Σικελίαν μετέβημεν, πρώτον μεν διά να υποτάξωμεν, ει δυνατόν, τους Σικελιώτας, κατόπιν δ' εκείνων τους Ιταλιώτας, έπειτα διά να κάμωμεν απόπειραν κατά των επαρχιών της Καρχηδόνος και κατ' αυτής της ιδίας.

Ο αββάς δεν ήτανε άνθρωπος, που μπορούσε να πλησιάση τη δεσποινίδα Κλαιρόν, η οποία έβλεπε μονάχα πρόσωπα της υψηλής περιωπής. — Είνε στα νεύρα της απόψε, είπε· μα θα λάβω την τιμή να σας οδηγήσω σε μια κυρία καθώς πρέπει, όπου θα γνωρίσετε το Παρίσι, σα νάχατε μείνει σ' αυτό τέσσερα χρόνια.

Ότε επλησίασαν, προτρέξασα η πρώτη, «Ιωάννα», είπε, συμπλέκουσα θωπευτικώς τους δακτύλους εις τους ξανθούς της ηρωίδος μας πλοκάμους, ««σε είδον διστάζουσαν αν ήθελες προτιμήσει του κόσμου τας απολαύσεις ή του μοναστηρίου την ησυχίαν και ευθύς έδραμον, ίνα οδηγήσω το άπειρον βήμα σου εις της αληθούς ευδαιμονίας την οδόν.

Αλλά γι' αγάπη μου, η άλλη Ιζόλδη περιποιέται μ' ακόμη μεγαλύτερες τιμές απ' όσες μου κάνει η αδερφή σου, ένα σκυλλί που της έδωσα. Έλα, ας αφήσουμε αυτό το κυνήγι, ακολούθα με όπου θα σε οδηγήσω. Θα σου πω τη δυστυχία της ζωής μου». Δίχως μιλιά έτρεξαν με τάλογα σ' ένα βαθύ μέρος του δάσους. Εκεί, ο Τριστάνος απεκάλυψε τη ζωή του στον Καερδέν.

Χίλων Χιλωνίδη, επανέλαβεν ο Ούρσος, ο αυθέντης σου Βινίκιος σε ζητεί, και θέλει να σε οδηγήσω πλησίον του. Ο Βινίκιος εξύπνησεν από πόνον δριμύτατον. Τρεις άνθρωποι έσκυπτον επάνω του. Ανεγνώρισε τους δύο εξ αυτών, τον Ούρσον και τον γέροντα, τον οποίον είχεν ανατρέψει, όταν μετέφερε την Λίγειαν. Ευρίσκετο εις τας χείρας τρίτου, όστις του έτριβε τον αριστερόν βραχίονα.