United States or Eritrea ? Vote for the TOP Country of the Week !


Δύο χονδρά δάκρυα κατήλθον βραδέως εις τας παρειάς της. — Ο Θεός να ευλογήση την Πομπωνίαν και τον Άουλον! είπε. Δεν έχω ποσώς το δικαίωμα να προξενήσω τον όλεθρόν των και δεν θα τους επανίδω πλέον ποτέ. Είτα στραφείσα προς τον Ούρσον, είπεν, ότι αυτός μόνον της απέμενεν εις τον κόσμον και ότι του λοιπού αυτός έπρεπε να είναι προστάτης και πατήρ της.

Εβάδισαν επί τινα χρόνον σιωπηλοί, μεθ' ό ο Χίλων είπεν: — Εγώ δεν θα προδώσω τίποτε, αλλά πρόσεχε τους διανυκτερεύοντας φρουρούς. — Τον Χριστόν φοβούμαι και όχι τους διανυκτερεύοντας, απεκρίθη ο Ούρσος. Ο Χίλων, όστις ήθελε να εξασφαλισθή κατά πάσης λυπηράς συνεπείας, δεν έπαυσε να παριστά εις τον Ούρσον ότι ο φόνος είνε απαισία πράξις. Συνομιλούντες τοιουτοτρόπως έφθασαν προ της οικίας.

Ταύτα ειπών, εγονυπέτησεν, έτεινε τους βραχίονας και με οίστρον ενθουσιασμού: — Ω Χριστέ! σε ενόησα τέλος; Είμαι άξιος σου; Αι χείρες του έτρεμον· οι οφθαλμοί του έλαμπον εκ δακρύων, το σώμα του έφρισσεν εξ αγάπης και πίστεως . . . Ο Πέτρος ένευσεν εις τον Ούρσον να γεμίση την κολυμβήθραν ύδατος. Εν ακαρεί ο Ούρσος εξετέλεσε την διαταγήν του Αποστόλου.

Άναξ, εκδικήθητι αυτούς διά το αδίκημα, το οποίον μου έκαμαν και θα σου παραδώσω τον Πέτρον τον Απόστολον και τον Λίνον και τον Κλίτον, και τον Γλαύκον και τον Κρίσπον, τους πρεσβυτέρους των και την Λίγειαν και τον Ούρσον.

Θα σου δώσω δέκα άνδρας. Ύπαγε αμέσως, είπεν ο Τιγγελίνος. — Άρχον, δεν γνωρίζεις τον Ούρσον! και πεντήκοντα άνδρας αν μου δώσης, μόνον μακρόθεν θα δείξω την οικίαν. Περιπλέον, εάν δεν φυλακίσετε συγχρόνως τον Βινίκιον, είμαι χαμένος. Ο Τιγγελίνος προσέβλεψε τον Νέρωνα. — Δεν θα ήτο καλόν, ω θείε, να απαλλαγώμεν ταυτοχρόνως και του θείου και του ανεψιού; Ο Νέρων εσκέφθη.

Εκεί ευρίσκεται μαζί με τον Ούρσον, όστις πηγαίνει, όπως και άλλοτε, εις ενός μυλωθρού, Δημά . . . ναι, του Δημά! . . . Ο Ούρσος εργάζεται την νύκτα· επομένως εάν πολιορκήσωμεν την οικίαν εν καιρώ νυκτός, δεν θα τον συναντήσωμεν εκεί . . . . Ο Λίνος είναι γέρων . . . Και εκτός αυτού δεν υπάρχουν ειμή δύο γραίαι εις την οικίαν.

Του ήρχετο συχνά εις τον νουν ότι αυτός ο πτωχός δούλος ιατρός και η γραία Μαριάμ και ο Κρίσπος ήσαν και αυτοί ανθρώπινα πλάσματα. Επί τέλους κατέληξεν εις το να αγαπήση τον Ούρσον. Εφ' όσον ο Βινίκιος κατενίκα τα ελαττώματά του, επί τοσούτον η Λίγεια προσεκολλάτο εις αυτόν.

Κανείς δεν ηδύνατο ν' αντιμετωπίση τον Ούρσον. Αλλ' επειδή ο Βινίκιος θα είχεν ίσως την φαντασίαν να την συνοδεύση διά πολλών δούλων, ο Ούρσος θα επήγαινεν αμέσως προς τον επίσκοπον Λίνον να του ζητήση βοήθειαν και συμβουλήν. Ο επίσκοπος θα διέτασσε τους χριστιανούς να τρέξουν εις βοήθειαν και θα την απηλευθέρωνον διά της βίας. Αύτη ήτο η γνώμη της Ακτής.

Έν άλλο πρόσωπον εκάθητο πλησίον της εστίας· ήτο ο γέρων, όστις είχε συνοδεύσει την κόρην και τον Ούρσον επιστρέφοντας από το Οστριανόν. Ήδη ο Βινίκιος είχεν αρπάσει την Λίγειαν από το μέσον του σώματος και έτρεχε προς την θύραν.

Ο Βινίκιος ενόησε τότε, ότι ο ιατρός, όστις του είχεν επιδέσει τα τραύματα, ήτο ο Γλαύκος, του οποίου και αυτός εγνώριζε την ιστορίαν. Όσον αφορά τον Ούρσον, αι ολίγαι αυταί στιγμαί και οι λόγοι του Γλαύκου ήσαν ως αστραπή εν σκότει· ανεγνώρισε τον Χίλωνα. Αρπάσας τους δύο βραχίονάς του τους έφερεν οπίσω. — Είνε αυτός, ανέκραξεν, όστις με έπεισε να φονεύσω τον Γλαύκον.