United States or Christmas Island ? Vote for the TOP Country of the Week !


Προ των οφαλμών μου, ο νέος θεράπων μου ενεχείρισε τον σάκκον των χρημάτων εις τον Ευρίκιον, όστις ήρχισε να προσεύχηται ανατείνων εις τον ουρανόν τας χείρας· πλησίον αυτού εγονυπέτησεν είς νέος, ο υιός τον ίσως. «Ο Χίλων επρόφερεν ακόμη λέξεις τινάς και ηυλόγησε τους δύο γονυπετείς ανθρώπους, ως και τους άλλους, ποιών σημεία σταυρού· όλοι έκλιναν τα γόνατα.

Ενθυμήθη, και διευθυνθείς προς τον μικρόν τάφον του θυγατρίου του εγονυπέτησεν επ' αυτού και ανελύθη εις δάκρυα . . . Έκλαυσεν επί πολύ και τα δάκρυα εκείνα τον ανεκούφισαν . . . ωσάν να τον περιέβαλλον με μίαν γαλήνην, την οποίαν προ πολλού καιρού δεν είχεν αισθανθή. Όταν ηγέρθη, είδεν ενώπιόν του τον γέροντα φύλακα. — Σήμερα το βρήκατε, γιατρέ, να κλαίτε; είπεν ο γέρων.

Αι κνήμαι του ήσαν σπειροειδώς περιδεδεμέναι με ερυθρούς ιμάντας, και εις τους πόδας εφόρει ελαφρά πέδιλα. Ότε εισήλθεν, έφερεν υπεράνω του χιτώνος κυανόχρουν ιμάτιον, αλλ' άμα εισελθών απέρριψεν αυτό επί τινος επίπλου. Εστάθη εν μέσω των αγαλμάτων και συνάψας τας χείρας εγονυπέτησεν.

Η θαλασσία νύμφη επλησίασεν ηρέμα, δι' ομαλού κινήματος, προ τον δεσμώτην, και κτυπήσασα διά της ουράς τας αλύσεις, τας διέρρηξεν. Ο Αννίβας ευρέθη όρθιος και ελεύθερος εν ακαρεί. Εγονυπέτησεν αυτομάτως. Αλλ' η νύμφη διολισθήσασα ταχέως επήδησεν εις την θάλασσαν, περιρραίνουσα το κατάστρωμα δι' ύδατος και έγεινεν άφαντος. Ο Βελμίννης έμεινε κατάπληκτος, διαπορών μη ήτο όνειρον το συμβάν τούτο.

Ταύτα ειπών, εγονυπέτησεν, έτεινε τους βραχίονας και με οίστρον ενθουσιασμού: — Ω Χριστέ! σε ενόησα τέλος; Είμαι άξιος σου; Αι χείρες του έτρεμον· οι οφθαλμοί του έλαμπον εκ δακρύων, το σώμα του έφρισσεν εξ αγάπης και πίστεως . . . Ο Πέτρος ένευσεν εις τον Ούρσον να γεμίση την κολυμβήθραν ύδατος. Εν ακαρεί ο Ούρσος εξετέλεσε την διαταγήν του Αποστόλου.

Και επειδή ήθελε και πάλιν να απευθύνη την προσευχήν του προς τον Λυτρωτήν, εγονυπέτησεν, εσταύρωσε τας χείρας και ύψωσε τους οφθαλμούς προς τους αστέρας, οίτινες επάλλοντο εκεί υψηλά, εις το άνοιγμα του καταπετάσματος. Η στάσις αύτη δεν ήρεσεν εις το πλήθος. Οι θεαταί είχον κουρασθή να βλέπουν εκπνέοντα πρόβατα. Εάν ο γίγας ηρνείτο να αμυνθή, το θέαμα θα απετύγχανεν.