Vietnam or Thailand ? Vote for the TOP Country of the Week !

Ενημερώθηκε: 21 Μαΐου 2025


Λέγουσιν ότι ο Αριστέας, όστις ουδενός των πολιτών ήτο κατώτερος κατά το γένος, εισελθών εις τι πλυντήριον εν Πρoκοννήσω, απέθανεν αιφνιδίως· ο κναφεύς κλείσας το εργαστήριόν του έδραμε να ειδοποιήση τους συγγενείς του αποθανόντος.

Επί τέλους θα βρισκότανε και κανείς να τόνε σκοτώση να πάη άδικα. Εισελθών εις το σπίτι ηρώτησε με τραχύτητα την σύζυγόν του, η οποία κατεγίνετο να παραθέση το δείπνον·Δεν ήρθ' ακόμη ο λεγάμενος; — Ποιος λεγάμενος; είπε στραφείσα η Ρηγινιώ. — Ο Μανωλιός. — Και γιάιντα τόνε λες ετσά; — Είνε να μην τόνε λέω και γάιδαρο ακόμη με τσι γαϊδουριές απού κάνει; Αυτός θα με κάμη κακό με όλο τον κόσμο.

Ελθών δε ο Φαίαξ έπεισε τους Καμαριναίους και τους Ακραγαντίους, αλλ' ευρών αντίστασιν εις την Γέλαν δεν επροχώρησε προς τους άλλους, εννοήσας ότι δεν θα ηδύνατο να τους πείση. Επέστρεψε λοιπόν διά της χώρας των Σικελών εις την Κατάνην και εισελθών διαβατικός εις τας Βρικιννίας ενεθάρρυνε τους κατοίκους και απέπλευσε.

Προ πολλών αιώνων, εις τον καιρόν της εικονομαχίας, ενεφανίσθη το πρώτον εις τας τρικυμιώδεις ακτάς του Άθωνος ταξειδεύουσα μόνη της με θαυμαστόν τρόπον, όρθια πλέουσα, την οποίαν ιδών από θείαν εμπνευσιν ένας αγιώτατος ησυχαστής από το βουνόν επάνω, καταβάς έκαμε γνωστόν το παράδοξον αυτό εις την εγγύς Μονήν των Ιβήρων και εισελθών είτα εις την θάλασσαν παρέλαβεν αυτήν με θάμβος και με χαράν.

Άμα εισελθών, διέταξεν έξ μαστίχαις διά τους μεθ' εαυτού, είτα ελθών όπισθεν του λογιστηρίου, έκυψεν εις το ους του καπήλου και ήρχισε να του κρυφομιλή και να τον κατηχή. Μετ' ολίγα λεπτά της ώρας, αφού του είπε πολλά, και ο οινοπώλης του απήντα μόνον διά κατανεύσεων της κεφαλής, επέστρεψε πάλιν προς την τράπεζαν, περί ην είχε στρωθή η παρέα του, και διέταξεν εκ νέου μαστίχαις.

Γραμματείς, Νομικοί και Φαρισαίοι, οι συνδαιτυμόνες επιδεικτικώς εξετέλεσαν τας περιτέχνους πλύσεις των, και τότε, έκαστος μετ' άκρας επιμελείας διά την ιδίαν πρωτοκαθεδρίαν του, εκάθησαν παρά την τράπεζαν. Άνευ τοιούτων επιτηδευμένων και φανταστικών διατυπώσεων, ο Ιησούς άμα «εισελθών ανέπεσε» παρά την τράπεζαν. Έξω συνέρρεεν ο λαός, πεινών και διψών ακόμη όπως ακούση τα ρήματα της αιωνίου ζωής.

Αλλά την στιγμήν εκείνην διεκόπη ο γέρων αίφνης αποτόμως από τον γραμματοκομιστήν, όστις εισελθών εκόμιζε δύο επιστολάς, μίαν προς τον καπετάν-Μαμμήν και άλλην προς την νύμφην του, την οποίαν ο γραμματοκομιστής μετέβη αμέσως να επιδώση. — Καλώς τα δέχθηκες! ηυχήθη ο ιερεύς. Είδες που το επροφήτευσα; Και εθεώρησε καλόν να αφήση μόνον τον φίλον του.

Η Αϊμά, ανετινάχθη επί της κλίνης της, και αφήκε πεπνιγμένην κραυγήν·Ποίος είνε; — Εγώ, ο Μάχτος, απήντησεν ο εισελθών. Σιωπή! — Συ! Μάχτο! Ήλθες! Ω Μάχτο! Συ είσαι; έκραξεν η Αϊμά. — Σιωπή, φρόνιμα, εψιθύρισεν η φωνή του εισελθόντος. Η Αϊμά, μη δυναμένη να κρατηθή, εν εξάλλω αγαλλιάσει, ερρίφθη εις τας αγκάλας του νομιζομένου Μάχτου. — Υπάγωμεν, εψιθύρισε με υπόκωφον φωνήν ούτος. Είσαι έτοιμη;

Ήτον έμπορος Συριανός, παρεπιδημών δι' υποθέσεις εις την μικράν νήσον. Άμα εισελθών διηυθύνθη μετά μεγίστης ελευθερίας και θάρρους εις το λογιστήριόν, όπου ίστατο ο κυρ-Μαργαρίτης. — Τι έχουμε, κυρ-Μαργαρίτη; . . . Τ' είν' αυτό; είπεν, ιδών πρόχειρον επί του λογιστηρίου το γραμμάτιον της πτωχής γραίας. Και λαβών τούτο εις χείρας·

Η δευτέρα αύτη σκέψις προήλθεν εκ της επιθυμίας ην είχεν όπως κρύψη τα χρήματα χωρίς να τον ίδη η γυνή, εντός της καλύβης, κατά την στιγμήν ταύτην, καθ' ην αύτη ήτο ηναγκασμένη να κρατήση συντροφίαν εις τον ξένον. Όσον διά τους δύο νεαρούς Γύφτους, ούτοι ευρίσκοντο εισέτι εν τη καλύβη. Ο γέρος εισελθών είπε προς αυτούς·Σύρτε να ιδήτε ένα παράξενο πράγμα έξω. — Τι παράξενο; είπεν ο Μάχτος.

Λέξη Της Ημέρας

εδωροδοκήθη

Άλλοι Ψάχνουν