United States or Bahrain ? Vote for the TOP Country of the Week !


Έπειτα ήρχισε να τραγουδή: Το μήλον, όπου κρέμεται εις την γλυκομηλίτσα, ψύγεται, γή μαραίνεται, γή τρων το οι διαβάτες. Έτσα 'νε δα κη κοπελιά σαν έρθη του καιρού τση .. Και ετελείωσε με μίαν επιφώνησιν: — Αι, μωρέ νιότη, και πούσαι! Ο Σαϊτονικολής ήτο ενθουσιασμένος και διότι έβλεπεν επιτυγχάνον το σχέδιον περί εξημερώσεως του υιού του.

Δεν τον είδες πώς παραμιλεί πάντα του; με τις νεράιδες μιλεί. — Και τα χέρια του γιάντα τρέμουν ετσά; ηρώτησεν ο Μανώλης. — Λένε πώς εσκότωσε μια σουρσουράδα. Λένε πως όποιος σκοτώση, λέει, σουρσουράδα τρέμουν ύστερα τα χέρια του σαν την ορά τση. Όταν εχωρίσθησαν, είχε νυκτώσει εντελώς και η Πηγή καλονυκτίζουσα τον Σαϊτονικολήν, έσκυψε με ταχύ κίνημα κ' εφίλησε το χέρι του.

Ας έχουν τα χιλιόκαλα· τι το όφελος αν έχουν γρίνιες και μαλιές; Ο πειρασμός θα παίρνη το ψωμί από το στόμα των και τη χαρά από την καρδιά των. Έπειτα, δόξα τω Θεώ, αυτοί είχαν. — Θα κάμη και ταιριαστό αντρόυνο η Πηγή με το Μανώλη μας, είπεν η Ρηγινιώ, έτσα πούνε μεγαλόφυλοι κοι δυο. — Σ' όλο το ύστερο είνε και κρίμα να τήνε πάρη ο Τερερές ο σακάτης μια τέτοια κοπελιά.

Τόσον πολύ μάλιστα εσυγκινήθη, συντελούσης και της κρασοκατανύξεως, ώστε ήρχισε να κλαίη, ενθυμηθείς ένα μικρότερόν του αδελφόν, όστις είχεν αιχμαλωτισθή κατά την επανάστασιν και έκτοτε δεν τον επανείδεν. Αλλ' ο Σαϊτονικολής του εφώναζεν ότι ήτο ώρα για χαρές, όχι για θρηνολογήματα. Στραφείς δε προς την Πηγήν, της είπε φαιδρώς: — Έτσα δεν είνε, Πηγιό;

Και την ταχυνή, οντέν επέρασες από κοντά μου και δεν εγύρισες να με ξανοίξης ... Μα δεν ήκουσες απού σου μίλησα; Ο Μανώλης εχαμήλωσε τα μάτια του και δεν απήντησε. — Θα μάκουσες, μα ήθελες να με σκάσης κ' εγώ μόνο κατέω τον καϋμό που πήρα! — Ετσά τώκαμα, στα ψώματα ... είπεν ο Μανώλης γελών και αισχυνόμενος συγχρόνως. — Α! στα ψώματα! ... πεισματικά μούκανες! ... είπεν η Πηγή σείουσα τον λιχανόν.

Ακόμη θαρρείς πως είσαι μωρό για να σε χορεύγουνε στα γόνατα. Άλλο δε λείπει παρά να λες και τρευλά, έτσα που μίλιες μικιός. Εγώ αβαπώ Γκελιό. Αν και στενοχωρημένος, γέλασα. — Γελάς; είπε η μητέρα μου. Μα θα γελά κιο κόσμος να σε θωρή να ξετρέχης μια γεροντοκοπελιά. Μα κιαυτή να μη ντρέπεται τσ' αθρώπους!

Της είπε του κόσμου τους επαίνους. «Είντα ώμορφος απού 'ν' ο γυιός σου, Ρηγινιό. Δύο τρεις φορές απού τον έχω θωρώντα απομείνανε τα μάτια μου απάνω του. Σα θάνε οι νιοι έτσα νάνε! Μα κεμένα η θυγατέρα μου εγίνηκε μια κοπέλλα, που 'ν' ένα τόνομά τση στη χώρα!. .. . Και πόσοι δεν τηνε ζητούνε! Μα 'γώ θέλω να τήνε παντρέψω στο χωριό να την έχω κοντά μου. Ένα παιδί τόχω ... .»

Μα έτσα που δεν τση φταίω 'γώ, δε θέλω να μου φταίξη κιαυτή, να κάψη το παιδί μου. Για σένα 'γώ φοβούμαι, Γιώργη μου. — Εγώ δε φοβούμαι. — Μην το λες αυτό, Γιώργη, γιατί εσύ δεν κατές.

Δε μου λες, Μανωλιό, του είπεν αποτόμως η χήρα, αλήθεια είν' αυτό πακούστηκε πως σελογοστέσανε με το Πηγιό; — Κατέω κ' εγώ; απήντησεν ο Μανώλης. — Κιαμέ ποιος κατέει; Κρυφό πρέπει τόχετε ... Δε λέω, καλή κοπελιά 'νε η Πηγή, μα δεν μπορώ να καταλάβω γιάιντα βιάστηκ' έτσα αφέντης σου να δώση λόγο. — Κιαμέ να την αφήση να την πάρη ο Τερερές; είπεν αφελώς ο Μανώλης.

Επί τέλους θα βρισκότανε και κανείς να τόνε σκοτώση να πάη άδικα. Εισελθών εις το σπίτι ηρώτησε με τραχύτητα την σύζυγόν του, η οποία κατεγίνετο να παραθέση το δείπνον·Δεν ήρθ' ακόμη ο λεγάμενος; — Ποιος λεγάμενος; είπε στραφείσα η Ρηγινιώ. — Ο Μανωλιός. — Και γιάιντα τόνε λες ετσά; — Είνε να μην τόνε λέω και γάιδαρο ακόμη με τσι γαϊδουριές απού κάνει; Αυτός θα με κάμη κακό με όλο τον κόσμο.