Vietnam or Thailand ? Vote for the TOP Country of the Week !
Ενημερώθηκε: 12 Μαΐου 2025
— Στα χέρια δεν τονε φοβάσαι, μαυτός είνε μάγος· κατές το; — Αι, και πως είνε μάγος είντα μπορεί να μου κάμη; Ο Αστρονόμος εχαμήλωσε την φωνήν και είπε με τρόπον μυστηριώδη: — Να σε δέση! Ο Μανώλης ητένισεν απορών τον Αστρονόμον: — Να με δέση! — Ναι, να σε δέση. Ο Μανώλης εγέλασε. — Κεγώ τα χέρια μου πού θα τάχω;
Και καθώς τον είδε να πλησιάση αρκετά μια έδωκε με το κεφάλι του στη βαλβίδα κ' εσφεντόνισε σύφουνα νερού στον φεγγίτη απάνω. Ο Ραφαλιάς τα έχασε. Το κλωθογύριστο κύμα εκάθησεν απάνω του σαν σύγνεφο και τον έκλεισε στα σκοτεινά. Ούτε βουτυχτή έβλεπε πλέον ούτε τίποτα. «Πάει, εσκέφθηκε, τόρα θα με φάη!» Αλλά για να μη χαθή άδικα εχαμήλωσε γοργά κ' έδοσε με τον λάζο του μπηχτή στα τυφλά.
Ο Aγιάννης εσήκωσε τα μάτια, εκύταξε καλά τον ναύτη· έπειτα με μιας τα εχαμήλωσε, εγύρισε το άλλο πλευρό και άρχισε να κλαίη. — Καλά σ' έχω κ' εσένα· εσκέφθηκε ο δικός μας. Και τραβώντας τον δρόμο του απάντησε τον άγιο Τρύφωνα και τον ερεθίζει κ' εκείνον. Έπειτα πηγαίνει στον άγιο Λευτέρη. Έτσι εκέντρισε δόλια πεντέξη αγίους, αρχίζουν εκείνοι τις φωνές, πιάνονται στα χέρια.
Ο Ευκράτης μου ένευσε να καθήσω πλησίον του εις το κρεβάτι και εχαμήλωσε την φωνήν του κατά τον τρόπον των αρρώστων όταν με είδε, αν και όταν έμβαινα τον ήκουσα να λέγη κάτι τι με φωνήν δυνατήν. Εγώ δε με πολλήν προσοχήν, μήπως εγγίσω τα πόδια του και με τας συνήθεις δικαιολογίας, ότι δεν εγνώριζα πως ήτο άρρωστος και ότι μόλις το έμαθα έτρεξα κ' επήγα, εκάθησα πλησίον του.
Ο Κουλούφ έμεινεν εκστατικός από την λάμψιν που ο Ουσβέκ Χαν ήτο περικυκλωμένος· και αντί να σηκώση τους οφθαλμούς του εις τον βασιλέα τους εχαμήλωσε, και έπεσεν εις τα πόδια του θρόνου του. Ο Βασιλεύς προστάζοντάς τον διά να σηκωθή του λέγει· υιέ του Μασούδ, έμαθα ότι σου ηκολούθησαν συμβεβηκότα πολλά περίεργα, τα οποία επιθυμώ να τα διηγηθής κατά πλάτος, με πάσαν καθαρότητα.
Επρόβαλε με τη μακριά του σκούπα στα χέρια, αγνάντια στης Επιστασίας την ολάνοιχτην πόρτα. Ακούμπησε τα χέρια λερά και ξεμανίκωτα στο μακρύ του σκουπόξυλο, να ξεκουραστή. Εσήκωσε τα μάτια κατά τα παραθύρια του Ένα απάνω. Εχαμογέλασε πονηρά ο Γέρο-Ντούντουνας κ' εχαμήλωσε τη λοξή τη ματιά του κάτω στα πεζούλια.
— Καϋμένη! είπεν ο Γιάννος με λύπην, ατενίζων αυτήν εις τους οφθαλμούς· μη λες ψέμματα, γιατί μας ακούει ο Θεός. Η Μάρω εχαμήλωσε την κεφαλήν υπό το εταστικόν βλέμμα του αδελφού της. Αλλά ο Γιάννος είχε μεγαλειτέραν ανάγκην να φάγη· οι οφθαλμοί του είχον βαθύνει από την νηστείαν τόσον ημερών.
Τότε ενθυμήθηκα δι' ένα όρνεον ονομαζόμενον Ροκ, περί του οποίου ήκουσα πολλάκις τους ναύτας να ομιλούσι και εκατάλαβα ότι η μεγάλη εκείνη, αυγοειδής σφαίρα ήτο το αυγό εκείνου του Ροκ, το οποίον εχαμήλωσε τόσον που εκάθησε σκεπάζοντας το αυγόν ωσάν να το κλωσήση, και εσκέπασε με τα πτερά του και εμένα που ήμουν περισυμμαζεμένος κάτω εις το αυγόν.
Και την ταχυνή, οντέν επέρασες από κοντά μου και δεν εγύρισες να με ξανοίξης ... Μα δεν ήκουσες απού σου μίλησα; Ο Μανώλης εχαμήλωσε τα μάτια του και δεν απήντησε. — Θα μάκουσες, μα ήθελες να με σκάσης κ' εγώ μόνο κατέω τον καϋμό που πήρα! — Ετσά τώκαμα, στα ψώματα ... είπεν ο Μανώλης γελών και αισχυνόμενος συγχρόνως. — Α! στα ψώματα! ... πεισματικά μούκανες! ... είπεν η Πηγή σείουσα τον λιχανόν.
Και αυτοί οι θεοί φωνάζουν εκδίκησιν. Ο Νέρων εκάθησεν, εχαμήλωσε την κεφαλήν και έμεινεν άφωνος, ως να είχε καταστή εμβρόντητος από θέαμα βδελυρόν· είτα εκίνησε τας χείρας και ανέκραξε: — Ποίαι ποιναί και ποίαι βάσανοι είνε άξιαι του εγκλήματος τούτου; Αλλ' οι θεοί θα με εμπνεύσουν, και με την βοήθειαν των δυνάμεων του Ταρτάρου θα δώσω εις τον δυστυχή λαόν μου τοιούτον θέαμα, ώστε επί αιώνας οι Ρωμαίοι θα ομιλούν περί εμού μετ' ευγνωμοσύνης . . .
Λέξη Της Ημέρας
Άλλοι Ψάχνουν