United States or Turkey ? Vote for the TOP Country of the Week !


Ο Λάμπρος κ' η γυναίκα του καθόνταν στα πεζούλια της αυλής σιωπηλοί, καρτερώντας να σφίξη καλά το σκοτάδι για να κινήσουν κι αυτοί. Πέρασεν αρκετή ώρα. Ύστερα δυο τρεις ηχεροί κρότοι και λίγες πατημασιές τάραξαν για τελευταία βολά την ερημιά τούτη.

Επρόβαλε με τη μακριά του σκούπα στα χέρια, αγνάντια στης Επιστασίας την ολάνοιχτην πόρτα. Ακούμπησε τα χέρια λερά και ξεμανίκωτα στο μακρύ του σκουπόξυλο, να ξεκουραστή. Εσήκωσε τα μάτια κατά τα παραθύρια του Ένα απάνω. Εχαμογέλασε πονηρά ο Γέρο-Ντούντουνας κ' εχαμήλωσε τη λοξή τη ματιά του κάτω στα πεζούλια.

Άχνα δεν έβγαινε από τόσα στόματα εκεί, στεγνωμένα στο σύφλογο της διψασμένης σάρκας κρυφαναπύρωμα· άχνα από τόσα χείλη χλιαροφριγμένα στων ξαναμένων νέβρων τανακόρδισμα, αφροστεφανωμένα στων αγριεμένων δοντιών το σύσφιγκο συγκλείδωμα. Να βλέπουν, να χορταίνουν, — μάβρο χορτασμό! — τις γυναικούλες όπου εκαθόνταν στα πεζούλια κάτω, με τα κοφίνια και τα σακούλια τους πλάι.

Όλοι με την απόκρυφη φωτιά του πόθου μέσα τους. Όλοι με την ακόλαστη μανία πολυκαιρινοϋ στερεμού στη ματιά τους. Τα παραθύρια του Ένα εκρέμονταν πάνω από την καγκελωτή της αβλής σιδερόπορτα κ' έβλεπαν τα πεζούλια αποκάτω. Εκαθόνταν κι ακαρτέραγαν οι επισκέφτες κάτω στα πεζούλια αραδαριά.

Τέτοια διαλάλησε προσταγή το σαββατόβραδο στο μεσοχώρι και στ' ανηφορικά σταυροδρόμια ο πρωτόγερος, ανεβαίνοντας σε ξάγναντους και σε πεζούλια απάνου, ακουμπώντας κατά πίσω το χοντροκαμωμένο κορμί του στο δεκανίκι του το κρανένιο και προβάλλοντας κατά 'μπρός τ' ανοιχτά στήθια του, ως νάθελε να βγάλη μες από τα σωθικά όλη του τη βροντερή φωνή και να την χύση σ' όλο το χωριό γύρα.

Ο Λάμπρος κ' η γυναίκα του κάθονταν στα πεζούλια της αυλής σιωπηλοί, καρτερώντας να σφίξη καλά το σκοτάδι για να κινήσουν κι αυτοί. Πέρασεν αρκετή ώρα. Ύστερα δυο τρεις ηχεροί κρότοι και λίγες πατημασιές τάραξαν για τελευταία βολά την ερημιά τούτη.

τα πέτρινα πεζούλια της, πούχαν φυτρώσει χόρτα. 'Εκάθονταν μια λυγερή με το σταμνί 'ςτά χέρια. Αμίλητη κυττάζει Του Κόσμου το ξημέρωμα, δίχως ούτ' ένα γέλοιο Γλυκό 'ςτά κοραλλένια της τα χείλη να χαράζη. Λες κ' έτσι ατέλειωτο όνειρο τήνε κρατεί δεμένη .... Ο Ήλιος βγήκε 'ςτήν κορφή. Του Κόσμου είδε την άκρη, Και πήρε τον κατήφορο 'ςτά δέντρα αγάλια-αγάλια.

Οι βασιλικοί με τους χιλιοχρώματους μενεξέδες, που στόλιζαν αραδαριά τες αλτάνες και τα πεζούλια της, εμοσχοβόλιζαν τον αέρα, και το βουνάκι της Καραβατιάς από πάνου κατέβαζε μια δροσιά παραδείσια την αυγή και τ' απόσπερνο. Όλ' αυτά τα καλά, με τα παθήματα και με τους αμόλευτους καφέδες του Ζώη, σύναζαν 'ςτόν καφενέ του τους γέρους της γειτονιάς.