United States or Saudi Arabia ? Vote for the TOP Country of the Week !


Κι αργά αργά γλυστρούσε σιμότερα, σα να ήθελε ναπολάψη την ανυπομονησία, που είχε ο μπαμπάς να τον σφίξη στην αγκαλιά του, κ' έπειτα κρεμιότανε στο λαιμό του μπαμπά κι ο μπαμπάς τον έφερνε μέσα, ενώ ο σκύλος του σπιτιού γαύγιζε από χαρά και πηδούσε γύρω μας. Θυμούμαι καλά τα μάτια της γυναικός μου όταν έβλεπε τη σκηνή αυτή.

Είπα, κ' ευθύς απάντησι μου έδωσεν εκείνος• 440 «όθεν και συ της γυναικός ποτέ μην ήσαι πράος, και αυτής μην όλα, όσα καλά γνωρίζεις, φανερώσης• λέγε της κάποια, και άλλ' αυτής να τα κρατής κρυμμένα. όμως απ' την γυναίκα σου συ φόνον μη φοβήσαι• παρά πολύ 'ναι συνετή, άπειραις χάραις έχει 445 η Πηνελόπ' η φρόνιμη, κόρη του Ικαρίου. νηόνυμφη την αφίναμε την ώρα, οπού μαζή σου εβγήκαμε εις τον πόλεμο, καιτα βυζί 'χε βρέφος, 'πουτων αδρών τώρα, θαρρώ, τον αριθμό καθίζει. ο ευτυχής! θα τον ιδή γερνώντας ο πατέρας, 450 και τον πατέρα, ως πρέπει, αυτός θα σφίξηταις αγκάλαις και τον υιόν μου εγώ να ιδώ δεν μ' άφησε η δική μου, τα μάτια μου να τον χαρούν, αλλ' έκοψέ με πρώτα.

Το θεωρεί λοιπόν φυσικόν να εξοδεύση τις χιλίας λίρας, να υποστή δύο μηνών ναυτίαν, διά να υπάγη να σφίξη την χείρα του Λόρδου. Και θα το θεωρήση ίσως προσβολήν του εάν δεν δεχθήτε.

Ο Λάμπρος κ' η γυναίκα του κάθονταν στα πεζούλια της αυλής σιωπηλοί, καρτερώντας να σφίξη καλά το σκοτάδι για να κινήσουν κι αυτοί. Πέρασεν αρκετή ώρα. Ύστερα δυο τρεις ηχεροί κρότοι και λίγες πατημασιές τάραξαν για τελευταία βολά την ερημιά τούτη.

Τη βλέπεις, την ακούς, τη μυρίζεις παντού την Ασία· ως και τα μοσκοκάρυδα του μπακάλη, και του Εφέντη ο μόσκος, σου την παρασταίνουν αλάκερη, την κατασταλάζουνε στης ψυχής σου τα βάθια τη θεοσκότεινη, τη ψυχοφαρμακεύτρα, τη Στρίγλα της ανθρωπότητας, τη γήινη Κόλαση, την καταχθόνια την Ασία, που αν ένα καλό μας έκαμε, και μας έσωσε μια φορά το χλωμιασμένο της φως, ήρθε κατόπι να σβύση μια και για πάντα το δικό μας τάγιο το φως, και να μας σφίξη στη βαθειά και σκοτεινή αγκαλιά της, ώσπου μήτε σημάδι να μη μας μένη άλλο παρά μια γλώσσα, μια πίστη!

Μα έβγαινε από κείνο το σακκί κάποια ψυχή άπλαστη κι αράθυμη. Όσο τον πρόσεχε ο Χαγάνος τόσο ανησυχούσε. Ο Θεομίσητος ήταν απαράλλαχτος με το χωριάτη που είδε στ' όνειρό του. Μα τι περίεργο! Ανησυχούσε όχι όμως και πολύ· του φαινόταν πως έβλεπε συγγενή του. Ήταν έτοιμος να του σφίξη το χέρι, να τον αγκαλιάση σαν αδερφό. Θυμήθηκε όμως την πράξη του και τον κυρίεψε ο θυμός.

Να πάη με τον Κανόνα της εκκλησίας, να σφίξη την καρδιά του, να πη σε κληρικούς και λαϊκούς τη φοβερή αλήθεια, να τους πη πως δεν βρίσκουν έλεος και σωτηρία, να τους βάλη επιτίμια, νηστείες, μετάνοιες, να τους στερήση την Αγία Μετάδοσι, τα ήξερε καλύτερα από κάθε άλλον. Μα η καρδιά του δε βαστούσε.

Ο Λάμπρος κ' η γυναίκα του καθόνταν στα πεζούλια της αυλής σιωπηλοί, καρτερώντας να σφίξη καλά το σκοτάδι για να κινήσουν κι αυτοί. Πέρασεν αρκετή ώρα. Ύστερα δυο τρεις ηχεροί κρότοι και λίγες πατημασιές τάραξαν για τελευταία βολά την ερημιά τούτη.

Τον εφύσαγαν άλλα απειλητικά με ταφρισμένα, διάπλατα ρουθούνια τους. Λεφτό δεν έδινε αφτός· τη δουλιά του. Το κοντό, σβουνιασμένο σκοινί, που αγκάλιαζε πριν τη χοντρή μέση του βοϊδολάτη, δεντρογαλιά φαρμακερή ξετυλίχτηκε τόρα, να σφίξη άσπλαχνα του άμοιρου Λιάρου τα κέρατα. Λες κ' ένιωσε τη συφορά του το μάβρο, ετήραε τον άγριο βοϊδολάτη μ' ένα βουρκωμένο στο παράπονο, παιδιακήσιο ανάβλεμμα.

Εκείνη τη στιγμή φάνηκε στην πόρτα ο Αριστόδημος· Μόλις πάτησε το κατώφλι θέλησε να πέση και ν' αγκαλιάση το φέρετρο. — «Μάννα, μαννούλα μου γλυκειάτου ήρθαν οι λέξες στα χείλη. Κρατήθηκε όμως μόλις είδε τους ξένους. Σκέφτηκε πως έπρεπε να φανή επιφυλαχτικός, σοβαρός, επίσημος μπροστά τους. Μέσα του υπόφερνε πολύ· κατώρθωσε όμως να σφίξη τον πόνο του.