United States or Vietnam ? Vote for the TOP Country of the Week !


Η Αρφανούλα ένεκα συσσωρεύσεως παραγγελιών εν τω εργοστασίω, δεν έλαβε καιρόν να φροντίση εγκαίρως· και ούτως με την νέαν επιχείρησιν του αδελφού της εζημιώθη άλλας χιλίας δραχμάς. Επήγε να σκάση από τον θυμόν του ο Μπάρμπα-Σταυρής.

Τρέξατε· εδώ τον θόρυβον Των μεγάλων πτερύγων Φέρετ' εδώ· κυττάξατε, Σκληράν σας δείχνω κ' άνανδρον Καρδίαν τυράννου. Τας λαμπάδας αυτού Τινάξατε, αυτού ρίψατε Βροχήν πεπυρωμένην, Αυτού Εριννύες πετάξατε Χιλίας εχίδνας. Ο μιαρός, την μάχαιραν. . . Ανατριχιάζω . . . τρέμουσι Τα δάχτυλά μου . . . μίαν Προς μίαν εσύντριψα Τας χορδάς όλας.

Ο νεαρός γαμβρός ηγάπα, φαίνεται, την επίδειξιν, και ήθελε να καλέση πλείστους και δικούς και ξένους εις τους γάμους του. Εν τοσούτω η απαίτησις των χιλίων δραχμών δεν είχε διευθετηθή. Ο Θανάσης είπε να δώση ο Στάθης τας χιλίας δραχμάς εκ των χρημάτων όσα είχεν εις τας χείρας του, ως έχων την διαχείρισιν των εξόδων. Ο Στάθης εμόρφασεν, έγρυξε, και είπε: «ΚαλάΑλλά δεν έδωκε τα χρήματα.

Και οι μεν βασιλείς τοιαύτα θεάματα μου παρουσίαζον• των δε ιδιωτών αι πράξεις και η διαγωγή ήσαν ακόμη γελοιωδέστεραι• και μεταξύ αυτών έβλεπα τον Ερμόδωρον τον Επικούρειον να επιορκή διά χιλίας δραχμάς, τον δε Στωικόν Αγαθοκλέα να δικάζεται με τον μαθητήν του διά την πληρωμήν των μαθημάτων, τον ρήτορα Κλενίαν να κλέπτη μίαν φιάλην από το Ασκληπιείον, τον δε Κυνικόν Ηρόφιλον να κοιμάται εις το χαμαιτυπείον.

Αι, αγάπη μου, απήντησεν ο σύζυγος με φωνήν μόλις αρθρουμένην εις φθόγγους· έπρεπε να ήσουν εκεί, να ιδής τι κακόν γίνεται! μόνον πώς δεν δέρνονται οι άνθρωποι. — Καλέ τι με λες; θα υψωθούν λοιπόν γρήγορα; — Εννοείται. Τριάντα φράγκα υπερτίμησιν μου προσέφεραν ήδη, μόλις εβγήκα από την Τράπεζαν. — Τι καλά! Φαντάσου αν είχαμεν χιλίας!

Τόρα όμως πρέπει, εφόσον παρόμοιόν τι δύναται να επινοηθή υπό έποψιν φιλοζωίας, διά να μη κινδυνεύη πλέον εις την ζωήν του, αλλά να ζη όσον το δυνατόν περισσότερον χρόνον μέσα εις ανυπόφορον ατίμωσιν, να υπάρχη ο εξής νόμος διά τους τοιούτους: Όστις καταδικασθή ως ρίψας τα όπλα του ατίμως, αυτόν ούτε κανείς στρατηγός ούτε άλλος πολεμικός αρχηγός ας μη τον χρησιμοποιήση ας άνδρα στρατιώτην ούτε να τον κατατάξη εις οποιανδήποτε τάξιν, ειδεμή εις την λογοδοσίαν του να επιβάλλουν εις αυτόν το πρόστιμον οι τιμηταί, δηλαδή, εάν μεν ο κατατάξας τον άνανδρον ανήκη εις τα πρώτον τίμημα, χιλίας δραχμάς, εάν δε εις το δεύτερον πέντε μνας, εάν δε εις το τρίτον τρεις μνας, εάν δε εις το τέταρτον, μίαν μναν.

Το θεωρεί λοιπόν φυσικόν να εξοδεύση τις χιλίας λίρας, να υποστή δύο μηνών ναυτίαν, διά να υπάγη να σφίξη την χείρα του Λόρδου. Και θα το θεωρήση ίσως προσβολήν του εάν δεν δεχθήτε.

Αλλά δεν θέλει· ρίπτει τον κεραυνόν, φονεύει και τον αθώον, κατόπιν δε βροντά, ως εάν λέγη: — Κάπου εφόνευσα άνθρωπον· πηγαίνετε να τον εύρετε και να τον κλαύσετε! Θέλεις να μετρήσης καλήτερον τους οδόντας του διαβόλου; κάμε τον να γελάση. Και η απόλυτος αλήθεια καταντά ουτοπία, εφ' όσον χίλιοι έχουν επί του αυτού αντικειμένου χιλίας ιδέας.

Όστις δε χάση την υπόθεσιν εκτός της απομακρύνσεώς του από τους ανδροπρεπείς κινδύνους, ας πληρώση αποζημιώσιν αναλόγως της καταστάσεώς του, δηλαδή χιλίας δραχμάς, αν ανήκη εις το πρώτον τίμημα, πέντε δε μνας, αν ανήκη εις το δεύτερον, τρεις, αν ανήκη εις το τρίτον, και μίαν καθώς οι προηγούμενοι, αν ανήκη εις το τέταρτον.