United States or Slovenia ? Vote for the TOP Country of the Week !


Και ο μέγας πολίτης της Αμερικής Βάσιγκτων, επρόσθεσεν ο Γεροστάθης, έδωκε δείγματα της προς την μητέρα του αγάπης και υπακοής. Περί το δέκατον τέταρτον έτος της ηλικίας του επεθύμησε ν' αφιερωθή εις το ναυτικόν στάδιον, το οποίον χωρίς ποτε να γνωρίση υπερβολικά ηγάπησεν.

Ο Βινίκιος εισήλθεν εις τέταρτον υπόγειον, μικρότερον των προηγουμένων, και ύψωσε το φανάριόν του. Αίφνης ερρίγησε. Του εφάνη ότι έβλεπεν υπό τας σιδηράς ράβδους φεγγίτου, την γιγαντιαίαν μορφήν του Ούρσου. Έσβεσεν αμέσως την λυχνίαν του και επλησίασε: — Συ είσαι, Ούρσε; Ο γίγας ύψωσε την κεφαλήν. — Τις ει; — Δεν με αναγνωρίζεις; — Έσβυσες το φως, πώς θέλεις να σε αναγνωρίσω;

Την τετάρτην δε ημέραν όλοι μεν να φέρουν ψηφοδέλτια, από το τέταρτον και μικρότερον τίμημα, να μη δίδη όμως πρόστιμον όστις από το τέταρτον και τρίτον τίμημα δεν θέλει να φέρη. Όστις όμως δεν θέλει να φέρη από το δεύτερον και το πρώτον να τιμωρήται, ο μεν του δευτέρου με τριπλάσιον πρόστιμον από το πρώτον, ο δε του πρώτου με τετραπλάσιον.

Ο στρατός του, εξ αρχής ολιγάριθμος και μόλις ανερχόμενος εις το τέταρτον του όλου Περσικού στρατού, είχεν ελαττωθή έτι μάλλον εκ των πολλών μαχών και μάλιστα ένεκα της αποχωρήσεως των Λαζών και των Αβασγών.

Ας τιμωρηθή δε και όστις παρευρέθη εις οποιανδήποτε περίπτωσιν από αυτάς και δεν εβοήθησε συμφώνως με τον νόμον, αν μεν ανήκη εις το ανώτερον τίμημα, με μίαν μναν, εάν δε εις το δεύτερον, με πενήντα δραχμάς, εάν δε εις το τρίτον, με τριάντα, και εάν εις το τέταρτον με είκοσι. Το δικαστήριον δε ας αποτελέσουν διά τους τοιούτους οι στρατηγοί και οι ταξίαρχοι και οι φύλαρχοι και οι ίππαρχοι.

Είναι δε τα μικρότερα εκείνα εις τα οποία έρχεται ως πρώτον η υγεία, ως δεύτερον δε το κάλλος, ως τρίτον δε η σωματική δύναμις και διά το τρέξιμον και δι' όλας τας άλλας κινήσεις του σώματος, τέταρτον δε ωρισμένως ο πλούτος, όχι ο τυφλός αλλά ο οξυδερκής, εάν συνοδεύεται από την φρόνησιν.

Ευθύς ως ήκουσε την ανακοίνωσιν του Μανώλη, ο κυρ-Ανδρέας έσυρε το ωρολόγιόν εκ της μικράς τσέπης του περιστηθίου του, και κρατών αυτό εις την παλάμην, επανήλθεν εις τους συναδέλφους του καθημένους περί την τράπεζαν, με τον κυρ-Αγγελήν τον Μαλλίνην εν τω μέσω, όστις με την πένναν εις την χείρα, εσημείωνεν έν όνομα εκλογέως κάθε τέταρτον της ώρας, και εν τω μεταξύ εφλυάρει κ' εκάπνιζεν ογκωδέστατα τσιγάρα, τα οποία ελάμβανεν αυτοδικαίως από τους αντιπροσώπους και αναπληρωτάς των υποψηφίων.

Επομένως κατά τον λόγον τούτον εδώ, είναι κάπως και διάφορος και όχι διάφορος. Θεαίτητος. Πολύ ορθά. Ξένος. Τόρα λοιπόν τι έπεται από αυτά; Άραγε πάλιν θα δεχθώμεν ότι αυτή από μεν τα τρία είναι διάφορος, όχι όμως και από το τέταρτον, αφού παρεδέχθημεν ότι είναι πέντε όλα αυτά, δι' όσα προηγουμένως απεφασίσαμεν να ερευνήσωμεν; Θεαίτητος.

Και του Αμφιμέδοντα η ψυχή τότ' είπε προς εκείνον· 120 «Ω Αγαμέμνον' αρχηγέ, τρισένδοξε Ατρείδη, όλα ενθυμούμαι, διότροφε, κείνα 'που μνημονεύεις. θα σου αναφέρω τώρα εγώ τον τρόπον, πώς εγίνη, του θλιβερού θανάτου μας· εμείς μνηστεύαμ' όλοι του Οδυσσέα, 'που 'λειπετα ξένα, την συμβία. 125 κείνη τον γάμον μισητόν ν' αρνείτ' ή να τελειόνη δεν έστεργ', ενώ σπούδαζε να ευρή τον όλεθρόν μας. και νέο τέχνασμα, το εξής, 'ς τον νου της εσοφίσθη· πανί μεγάλον έστησετο μέγαρο, να υφάνη, λεπτόν, αμέτρητο, κ' ευθύς προς εμάς είπε· ω νέοι 130 μνηστήρες μου, αφού απέθανεν ο θείος Οδυσσέας τον γάμον μη μου βιάζετε, σταθήτε, ως ν' αποκάμω το ύφασμα αυτό, τα γνέματα να μη μου παν χαμένα, του Λαέρτ' ήρωα σάβανο, για τον καιρό, 'που η μαύρη μοίρα του τεντοπλάγιαστου θανάτου θα τον πάρη, 135 των Αχαιίδων μη καμμιάτον τόπο μ' ονειδίση, αν κείτεται ασαβάνωτος αυτός 'που πλούσιος ήταν. αυτά 'πε κ' εκατάπεισε την ανδρική ψυχή μας. τότε ολημέρα το πανί τα μέγ' ύφαιν' εκείνη, και νύκτα το ξεΰφαινετην λάμψι των λαμπάδων. 140 ιδού πώς απ' τους Αχαιούς με δόλο 'κρύφθη εκείνη τρεις χρόνους· και τον τέταρτον ότ' έφεραν η ώραις, ως τα φεγγάρια χάνονταν κ' η 'μέραις επληθύναν, μας το 'πε μια των γυναικών, οπού τα γνώριζ' όλα, κ' ηύραμε αυτήν που τ' εύμορφο ξεΰφαινε πανί της· 145 ιδού πώς το τελείωσε βιασμένη απ' την ανάγκη. και το σινδόνι ότ' έφερετο φως, οπ' είχε υφάνει και καθαρίσει, ώστ' έλαμπεν ως ήλιος η σελήνη, κακή μας κάπουθ' έφερε τον Οδυσσέα μοίραάκρη εξοχής, όπ' έμεινεν εκείνου ο χοιροτρόφος. 150 αυτού και ο ποθητός υιός του θείου Οδυσσέα με μαύρο πλοίον έφθασεν απ' την αμμώδη Πύλο. και, άμ' ωργανίσαν θάνατον κακόν εις τους μνηστήραις, 'ς την πόλιν εκατεβήκαν, ύστερος ο Οδυσσέας και πρώτος ο Τηλέμαχος· εκείνον ωδηγούσε 155 ο χοιροτρόφος, με κακά φορέματα ενδυμένον, παρόμοιον με γέροντα τρισάθλιον ψωμοζήτην, οπ' ακουμβούσετο ραβδί και αχρεία ρούχα εφόρει. και, ως έξαφνα εφανίσθη αυτός, κανείς να τον γνωρίση δεν εδυνήθη καιεμάς ηλικιωμένοι αν ήσαν. 160 τον εκακοποιούσαμε με λόγια και με κτύπους, και αυτός μ' ατάραχην ψυχήν έστεκε να υποφέρη κτυπήματα και ονειδισμούςτα ίδια μέγαρά του. αλλ', ότε ο νους τον έγειρε του αιγιδοφόρου Δία, αφού με τον Τηλέμαχον τα λαμπρά όπλα επήρε 165 κ' εφύλαξετον θάλαμον, κ' εκλείδωσε την θύραν, έσπρωξ' ο ευρετικώτατος την ίδια του συμβία τόξο και σίδερο λευκό να θέση των μνηστήρων αγώνα και του φόνου αρχήνεμάς 'που ωργίσθ' η μοίρα. του δεινού τόξου την χορδή κανείς μας να τανύση 170 δεν εδυνήθη, και αρκετή δεν είχαμεν ανδρεία. αλλ' ότε να φθάσ' έμελλετα χέρια του Οδυσσέα το μέγα τόξο, με βοήν εμείς φωνάζαμ' όλοι, 'ς αυτόν, ό,τι και αν έλεγε, το τόξο να μη δώσουν· αλλ' έδωκε ο Τηλέμαχος την προσταγή και μόνος. 175 και ως το 'λαβε ο πολύπαθος ο θείος Οδυσσέας, την χορδή τάνυσ' εύκολα· και ταις αξίναις όλαις πέρασε· τότ' εστήθη ορθόςτην θύρα και άδεισ' όλα τα βέλη, μ' άγριο βλέφαρο· τον βασιλέ' Αντίνον κτύπησε, κ' έπειτ' έρριχνε στεναγμοφόρα βέλη 180τους άλλους όλους, κ' έπεφταν σωρός εκείνοι εμπρός του. και φανερά κάποιος θεός μ' αυτούς εσυμμαχούσε, θάρρος τόσ' είχαν άμετροτην ρώμη τους, και γύρωτα δώματα τους φόνευαν φρικτά κείνοι βογγούσαν ως κρούονταν η κεφαλαίς, και ο πάτος έβραζ' αίμα. 185 Ατρείδ', ιδού πώς πέσαμε, και ακόμη αμελημένα τα λείψανά μας κείτονταιτο δώμα του Οδυσσέα. αν το 'ξευραντα σπίτια μας οι ποθητοί θα πλύναν απ' το μαύρ' αίμα ταις πληγαίς, 'ς την κλίνη θα μας κλαίαν την νεκρικήν, ως πάντοτε τιμούντ' οι απεθαμένοι». 190

Είδαμεν πρώτην και δευτέραν και τρίτην πόλιν, αι οποίαι, καθώς φρονούμεν, είναι συνέχεια του συνοικισμού μεταξύ των εις κάποια απέραντα χρονικά διαστήματα. Τόρα δε βεβαίως μας παρουσιάζεται ως τέταρτον αυτό το είδος της πολιτείας, και, αν αγαπάτε, μας παρουσιάζεται έθνος το οποίον εγκατεστάθη κάποτε και ευρίσκεται και σήμερα ακόμη εις την κατοικίαν του.