Vietnam or Thailand ? Vote for the TOP Country of the Week !
Ενημερώθηκε: 24 Μαΐου 2025
Και οι μεν άλλοι, ο Ίων, ο Δεινόμαχος και ο Κλεόδημος προσείχον εις την διήγησιν με ανοικτόν το στόμα, ενώ ήσαν ηλικιωμένοι άνδρες• τους ετράβα από την μύτην ο ψευδολόγος Ευκράτης και ενδομύχως επροσκύνουν τον τόσον απίθανον κολοσσόν, την γυναίκα η οποία είχεν ύψος ημίσεος σταδίου, και ήτο κατάλληλος μόνον διά να χρησιμεύση ως φόβητρον εις πολύ μικρά παιδία.
Πλην, όσον αποβλέπει της τιμής τους νόμους, εξ ανάγκης θ' απέχω τώρα, και δεν θέλω φιλίωσιν πριν ή με συμβουλεύσουν άνδρες, ηλικιωμένοι και γνωστοί διά την τιμήν τους, ότ' ημπορώ ν' αγαπηθώ χωρίς να μείνη εις τ' όνομά μου στίγμα· ωστόσο την αγάπην, 'πού μου προσφέρεις, δέχομ' ως απλήν αγάπην και θα την σεβασθώ.
Και μόνον οι παιγνιδιάτορες, δύο μόνον ηλικιωμένοι άνδρες, ο είς με το βιολίον, ο έτερος με το λαγούτον, κατώρθωσαν να περιέλθωσιν οικίας τινάς «για την καλή χρονιά». Μετ' ολίγον έσβυσαν και τα φώτα των ολίγων οικιών, εν αις φαίνεται ότι περισσότερον ηγρύπνησαν. Πλην έξω εις τα Αλώνια οικίσκος τις μονώροφος διετήρει εισέτι το φως του, υποφαινόμενον εκ των χασμάδων του παραθύρου.
Ότι τα παιδιά δεν ηξεύρουν διατί θέλουν τι, περί τούτου όλοι οι γραμματισμένοι διδάσκαλοι και παιδαγωγοί συμφωνούν· ότι δε επίσης και οι ηλικιωμένοι, σαν τα παιδιά, τρικλίζουν επάνω εις την γην αυτήν και, ως εκείνα, δεν ηξεύρουν πόθεν έρχονται και πού πηγαίνουν, ουδέ με αληθινήν σκοπιμότητα ενεργούν, και ομοίως διοικούνται με παξιμάδια και γλυκίσματα και βέργες, τούτο κανείς δεν θέλει να πιστεύση· μου φαίνεται όμως φανερόν και δι' ένα τυφλόν ακόμη.
Και του Αμφιμέδοντα η ψυχή τότ' είπε προς εκείνον· 120 «Ω Αγαμέμνον' αρχηγέ, τρισένδοξε Ατρείδη, όλα ενθυμούμαι, διότροφε, κείνα 'που μνημονεύεις. θα σου αναφέρω τώρα εγώ τον τρόπον, πώς εγίνη, του θλιβερού θανάτου μας· εμείς μνηστεύαμ' όλοι του Οδυσσέα, 'που 'λειπε 'ς τα ξένα, την συμβία. 125 κείνη τον γάμον μισητόν ν' αρνείτ' ή να τελειόνη δεν έστεργ', ενώ σπούδαζε να ευρή τον όλεθρόν μας. και νέο τέχνασμα, το εξής, 'ς τον νου της εσοφίσθη· πανί μεγάλον έστησε 'ς το μέγαρο, να υφάνη, λεπτόν, αμέτρητο, κ' ευθύς προς εμάς είπε· ω νέοι 130 μνηστήρες μου, αφού απέθανεν ο θείος Οδυσσέας τον γάμον μη μου βιάζετε, σταθήτε, ως ν' αποκάμω το ύφασμα αυτό, τα γνέματα να μη μου παν χαμένα, του Λαέρτ' ήρωα σάβανο, για τον καιρό, 'που η μαύρη μοίρα του τεντοπλάγιαστου θανάτου θα τον πάρη, 135 των Αχαιίδων μη καμμιά 'ς τον τόπο μ' ονειδίση, αν κείτεται ασαβάνωτος αυτός 'που πλούσιος ήταν. αυτά 'πε κ' εκατάπεισε την ανδρική ψυχή μας. τότε ολημέρα το πανί τα μέγ' ύφαιν' εκείνη, και νύκτα το ξεΰφαινε 'ς την λάμψι των λαμπάδων. 140 ιδού πώς απ' τους Αχαιούς με δόλο 'κρύφθη εκείνη τρεις χρόνους· και τον τέταρτον ότ' έφεραν η ώραις, ως τα φεγγάρια χάνονταν κ' η 'μέραις επληθύναν, μας το 'πε μια των γυναικών, οπού τα γνώριζ' όλα, κ' ηύραμε αυτήν που τ' εύμορφο ξεΰφαινε πανί της· 145 ιδού πώς το τελείωσε βιασμένη απ' την ανάγκη. και το σινδόνι ότ' έφερε 'ς το φως, οπ' είχε υφάνει και καθαρίσει, ώστ' έλαμπεν ως ήλιος η σελήνη, κακή μας κάπουθ' έφερε τον Οδυσσέα μοίρα 'ς άκρη εξοχής, όπ' έμεινεν εκείνου ο χοιροτρόφος. 150 αυτού και ο ποθητός υιός του θείου Οδυσσέα με μαύρο πλοίον έφθασεν απ' την αμμώδη Πύλο. και, άμ' ωργανίσαν θάνατον κακόν εις τους μνηστήραις, 'ς την πόλιν εκατεβήκαν, ύστερος ο Οδυσσέας και πρώτος ο Τηλέμαχος· εκείνον ωδηγούσε 155 ο χοιροτρόφος, με κακά φορέματα ενδυμένον, παρόμοιον με γέροντα τρισάθλιον ψωμοζήτην, οπ' ακουμβούσε 'ς το ραβδί και αχρεία ρούχα εφόρει. και, ως έξαφνα εφανίσθη αυτός, κανείς να τον γνωρίση δεν εδυνήθη και 'ς εμάς ηλικιωμένοι αν ήσαν. 160 τον εκακοποιούσαμε με λόγια και με κτύπους, και αυτός μ' ατάραχην ψυχήν έστεκε να υποφέρη κτυπήματα και ονειδισμούς 'ς τα ίδια μέγαρά του. αλλ', ότε ο νους τον έγειρε του αιγιδοφόρου Δία, αφού με τον Τηλέμαχον τα λαμπρά όπλα επήρε 165 κ' εφύλαξε 'ς τον θάλαμον, κ' εκλείδωσε την θύραν, έσπρωξ' ο ευρετικώτατος την ίδια του συμβία τόξο και σίδερο λευκό να θέση των μνηστήρων αγώνα και του φόνου αρχήν 'ς εμάς 'που ωργίσθ' η μοίρα. του δεινού τόξου την χορδή κανείς μας να τανύση 170 δεν εδυνήθη, και αρκετή δεν είχαμεν ανδρεία. αλλ' ότε να φθάσ' έμελλε 'ς τα χέρια του Οδυσσέα το μέγα τόξο, με βοήν εμείς φωνάζαμ' όλοι, 'ς αυτόν, ό,τι και αν έλεγε, το τόξο να μη δώσουν· αλλ' έδωκε ο Τηλέμαχος την προσταγή και μόνος. 175 και ως το 'λαβε ο πολύπαθος ο θείος Οδυσσέας, την χορδή τάνυσ' εύκολα· και ταις αξίναις όλαις πέρασε· τότ' εστήθη ορθός 'ς την θύρα και άδεισ' όλα τα βέλη, μ' άγριο βλέφαρο· τον βασιλέ' Αντίνον κτύπησε, κ' έπειτ' έρριχνε στεναγμοφόρα βέλη 180 'ς τους άλλους όλους, κ' έπεφταν σωρός εκείνοι εμπρός του. και φανερά κάποιος θεός μ' αυτούς εσυμμαχούσε, θάρρος τόσ' είχαν άμετρο 'ς την ρώμη τους, και γύρω 'ς τα δώματα τους φόνευαν φρικτά κείνοι βογγούσαν ως κρούονταν η κεφαλαίς, και ο πάτος έβραζ' αίμα. 185 Ατρείδ', ιδού πώς πέσαμε, και ακόμη αμελημένα τα λείψανά μας κείτονται 'ς το δώμα του Οδυσσέα. αν το 'ξευραν 'ς τα σπίτια μας οι ποθητοί θα πλύναν απ' το μαύρ' αίμα ταις πληγαίς, 'ς την κλίνη θα μας κλαίαν την νεκρικήν, ως πάντοτε τιμούντ' οι απεθαμένοι». 190
Και το επίστευσα. Ω αθωότης, αθώα αθωότης! Τι είσαι λοιπόν και χάνεσαι; Χιών είσαι και λυώνεις, καπνός και διαλύεσαι, αράχνη και σε διασπά ο άνεμος; Την νύκτα ήλθαν εις τα σπίτι μας δύο ηλικιωμένοι, με τα βιολιά, και ετραγούδησαν τα Χριστούγεννα. Η μητέρα έφερε δύο μεγάλα χριστόψωμα και μίαν προσφοράν διά την λειτουργίαν· και αργά-αργά παρασκεύαζε παχείαν όρνιθα, διά το εωθινόν πρόγευμα.
Λέξη Της Ημέρας
Άλλοι Ψάχνουν