United States or Morocco ? Vote for the TOP Country of the Week !


Όλ' αυτά πέφτουνε τώρα, γκρεμίζουνται. Με την ελεεινότητα του Ελληνικού κράτους, που μας έκανε κορόιδο, χάσαμε την πίστη μας σ' αυτά που μας έλεγαν οι Φιλέλληνες, οι Γραμματισμένοι και οι Φαναριώτες, και μαζί χάσαμε σκεδόν και την πίστη στον εαυτό μας, στη δύναμη της φυλής μας. Αυτό το τελευταίο είναι κακό μεγάλο, μα είναι η φυσική αντίδραση. Πρέπει να περάσει.

Και τι έχει να κάνη; Μήπως το χωριό δεν είναι κι αφτό λαός; Μήπως το χωριό δεν ψηφίζει; Μήπως, αφού θέλουν εθνική γλώσσα, το χωριό, έθνος δεν είναι; Ας ταφήσουμε όμως, σα δε θέλετε· την ονομαστική βουλευταί παντού τη διορθώνει ο λαός και την κάνει πότε βουλευτές , πότε βουλευταίοι , πότε βουλευτάδες . Το λεν ακόμη κ' οι γραμματισμένοι, σα μιλούνε φυσικά και τους ξεφέβγει.

Και σαν καγούνε, και ξεβρωμήση ο κόσμος, τότες πέφτει oυράνια βροχή από πάνω, και σβύνει η φωτιά, και φυτρώνει χορτάρι, και πρασινίζει ο κόσμος, και γίνεται χαρά Θεού, κ' έρχουνται οι γραμματισμένοι και γράφουν ιστορίες, τι λογής πήγε μια φορά ένας Μεγάλος Τύραννος να σβύση μια μεγάλη φωτιά, και τσουρουφλίστηκαν τα φτερά του, κ' έπεσε μέσα, και χάθηκε από τον κόσμο μια για πάντα, και κείνος, κ' οι παρατυράννοι, και τα μικρά τυραννόπουλα».

Τα μυστήρια είνε, πώς να σου πω; κάτι πράγματα και φερσίματα κρυφά, οπού δεν είνε διά να τα βλέπουν ξένα μάτια. — Και αυτήν την δουλειά κάνει ο αφέντης σου; — Ναι. Και μαζεύει και άλλον κόσμον. Έχει μαθητάς. — Πολλούς; — Παραπολλούς. Και αυτοί είνε τα πρώτα ονόματα. Οι πλέον γραμματισμένοι της χώρας. Όλοι οι άρχοντες, όλοι οι πρόκριτοι, όλοι οι λογιώτατοι είνε με το μέρος του.

Ευθύς όλοι εμπήκαν και εδιασκορπίσθησαν εις το σπήλαιον το οποίον ήτον πολλά ευρύχωρον· ολόγυρα του οποίου ήτον τόσες τράπεζες βαλμένες εις εύμορφην τάξιν, απάνω εις τες οποίες ήτον αραδιασμένα τα βιβλία με πολλήν ευγένειαν, και απ' έξω των οποίων ήτον γραμμένα εις κομμάτια χαρτιά η υπόθεσις, και εκείνο που περιείχε κάθε βιβλίον· εφαίνονταν ανάμεσα εις αυτά δύο τόποι άδειοι μα οι γραμματισμένοι ευθύς τους εγέμισαν με εκείνα, που τον απερασμένον χρόνον είχαν πάρει.

Ευθύς που εγώ ήκουσα τέτοια λόγια, ακολούθησα τον κήρυκα διά να τον εξετάξω επάνω εις αυτό το σπήλαιον και εις το τέλος της ημέρας, που είχε τελειώσει και έμελλε να έμπη εις το σπήτι του, τον επερικάλεσα με ευγένειαν να μου φανερώση τι δηλοί αυτό το σπήλαιον, που οι γραμματισμένοι πρέπει την ερχομένην ημέραν να έμπουν.

Κάθε ένας έλεγε· τι άνθρωπος τάχα να είμαι, που δεν έβλεπαν εις εμέ καμμίαν μεταβολήν, οι γεροντότεροι με έδειχναν με το δάκτυλον των παιδιών τους λέγοντας· βλέπετε εκείνον τον καλόν άνθρωπον; μη στοχασθήτε πως τον είδαμεν ποτέ νέον, μα πάντα έτσι γέροντα και στεγνόν, και έχομεν παράδοσιν από τους προπαππούδες μας, πως πάντα έτσι τον είδον και αυτοί· όλος ο κοινός λαός με έκραζαν γέροντα αθάνατον και οι γραμματισμένοι Νέστορα Ινδιάνον και άλλοι με άλλα επίθετα.

Ο δε Σαϊτονικολής, όστις διά γενναίων σπονδών εώρτασεν εις την τράπεζαν το ευχάριστον γεγονός του οίκου του, ωμίλησεν ευθύμως, θέλων να ενθαρρύνη τας ημέρους διαθέσεις του ημιαγρίου υιού του, και έκρινεν επιεικώς την μέχρι τούδε απείθειάν του. Δεν ήτο τίποτε· όλα τα παιδιά τέτοια είνε, μα σα μεγαλώσουν, συμμορφόνουνται κιακούνε τους γονείς των. Δεν μπορούν να γίνουν κιόλοι γραμματισμένοι.

Τελειώνοντας δε ο χρόνος, και ερχομένη η συνηθισμένη διορία άνοιξε πάλιν η πόρτα και εισέβηκαν οι γραμματισμένοι μέσα· μα καθώς δεν ήτον συνηθισμένοι να ιδούν εκεί φωτοχυσίαν εμπήκαν εις μεγάλον φόβον. Και ρίχνοντάς τα βιβλία με πολλήν γληγορότητα που επέστρεφαν, εδόθηκαν εις φυγήν, και εγώ εστοχάσθηκα διά να έβγω την ιδίαν στιγμήν.