United States or Mali ? Vote for the TOP Country of the Week !


Ακριβή μου μητέρα, είπεν ο Κουλούφ, σε παρακαλώ να αφήσης ετούτος ο σκλάβος να έλθη μαζί μας· επειδή και είναι ένας πολλά επιτήδειος νέος, ο οποίος τραγουδεί πολλά εύμορφα, κάνει στίχους αιφνιδίως, και άλλα πολλά νόστιμα πράγματα, και της Κυράς σου δεν θέλει της κακοφανή ωσάν τον ιδεί. Η γερόντισσα δεν ωμίλησεν άλλο, παρά τους επήρε, και τους έφερεν εις το παλάτι της Κυράς.

Ο ήρωας τότε ωμίλησεν Εχένηος ο γέρος, οπούτους χρόνους ήτο αυτός ο πρώτος των Φαιάκων• «Ω φίλοι, ό,τ' είπε η φρόνιμη βασίλισσα δεν είναι εναντίον εις την γνώμη μας, και σεις να το δεχθήτε. 345 και απ' τον Αλκίνοον κρέμεται η πράξι ομού και ο λόγος».

Τότε ο νεκρός, με μίαν κίνησιν η οποία δεν είχε τίποτε το αντανακλαστικόν, εσηκώθη από το τραπέζι, έκαμε μερικά βήματα εις το μέσον του δωματίου, παρετήρησε μελαγχολικώς γύρω του επί τινα δευτερόλεπτα και τέλος ωμίλησεν. Ό,τι είπεν ήτο ανόητον, αλλ' επρόφερε λέξεις, και η άρθρωσις ήτο ακριβής. Αφού ωμίλησεν, έπεσε και πάλιν εις το έδαφος.

Επίστρεψον λοιπόν εις την οικίανΚαι ο μεν Περίανδρος με τοιούτους λόγους προσεπάθει να τον καταπραΰνη· εκείνος δε ουδέν άλλο απεκρίθη ή ότι ώφειλε να πληρώση τι πρόστιμον εις τον θεόν διότι τω ωμίλησεν. Ιδών δε ο Περίανδρος ότι το μίσος του υιού του ήτο αμείλικτον και ακατανίκητον, τον εδίωξεν από τους οφθαλμούς του και τον έστειλε με πλοίον εις την Κέρκυραν, της οποίας τότε ήτο κύριος.

Ενώ δε ήτο βυθισμένος εις τους βαθείς διαλογισμούς του, το πυρ το εν αυτώ ήναψεν, και ωμίλησεν επί τέλους με την γλώσσαν του. Από παιδικής σχεδόν ηλικίας υπήρξεν εκουσίως ερημίτης. Εν τη απομονώσει του είχε κατανοήσει τα άρρητα μυστήρια της φύσεως. Εκεί ο αόρατος κόσμος κατέστη δι' αυτόν πραγματικότης.

Αφού ωμίλησεν ούτω έπεμψεν άνθρωπον προς ένα των βουκόλων του Αστυάγους, καλούμενον Μιτραδάτην, τον οποίον ήξευρεν ότι είχε νομάς αρμοδιωτάτας προς εκτέλεσιν του σχεδίου τούτου και όρη γέμοντα αγρίων θηρίων. Ο άνθρωπος εκείνος είχε νυμφευθή μίαν συνδούλην του ήτις ωνομάζετο ελληνιστί μεν Κυνώ μηδιστί δε Σπακώ, διότι την κύνα οι Μηδοί καλούσι σπάκα.

Ο εύμορφος τρόπος, και η γλυκύτης, με την οποίαν ωμίλησεν η Ρετζία, δεν έκαμαν άλλο του φιλοσόφου, παρά να τον κάμουν πλέον τολμηρόν και αυθάδη.

Ο μεν Πρωταγόρας, αφ' ου τόσα και τόσον εύμορφα ωμίλησεν, ετελείωσε την ομιλίαν του. Και εγώ διά πολλήν μεν ώραν μαγευμένος τον εκύτταζα ακόμη μήπως είπη και τίποτε άλλο, επειδή επεθύμουν να τον ακούω· όταν δε πλέον εκατάλαβα ότι πραγματικώς είχε παύσει, κάπως μετά δυσκολίας αφ' ου συνεκέντρωσα τρόπον τινά τον εαυτόν μου, εκύτταξα τον Ιπποκράτην και είπον·

Εν γένει δε φρονώ, κατά την γνώμην μου, ότι πόλις μη απράγμων καταστρέφεται ταχέως, εάν μεταβληθή εις απράγμονα, και ότι η σωτηρία των πολιτών ασφαλίζεται μόνον, όταν ούτοι διάγουν όσον το δυνατόν σύμφωνα προς τα υπάρχοντα ήθη και τους νόμους, έστω και αν είναι χειρότεροι άλλων». Ούτω μεν ωμίλησεν ο Αλκιβιάδης.

Οι ώμοι του εκυρτώθησαν· και ως εκάθητο, επί του εξώστου, με το τσιμπούκι του το ηλέκτρινον, ωμοίαζεν ερημίτην, εν μέσω καπνών νεφελωτών, θρηνούντα του ανθρωπίνου βίου το πρόσκαιρον. Η δε γραία μήτηρ, η σύζυγός του, παρεξενεύετο ότι εν τη μεγίστη αυτού θλίψει ουδέποτε ωμίλησεν ο γέρων περί του αγνοουμένου υιού, όστις, ίσως, άκλαυτος ούτως, έγεινε βορά των ιχθύων.