Vietnam or Thailand ? Vote for the TOP Country of the Week !
Ενημερώθηκε: 29 Μαΐου 2025
Μια Απριλιάτικη βραδιά Μια νύχτ' αστερωμένη 'Ψηλά, 'ς του Πίνδου τα βουνά Μονάχος μου καθόμουν. Κ' εκύτταζα 'ς τον ουρανό, Κ' εκρυφοσυλλογιόμουν. Πώς ζη ο δόλιος άνθρωπος, Πώς ζη και πώς 'πεθαίνει. Από τη σκέψι κάποτε Μ' εξύπναγε μια βρύση Σιμά μου, πώχυνε νερό 'Σάν το μαργαριτάρι, Και με ταις πέτραις 'μίλαε Μουρμουριστά. Με χάρι Τ' ωχρό φεγγάρι άρχιζε Να γέρη προς την δύσι.
Νεράιδες ζωντανές, ασπροφορεμένες, που έσερναν τον χορό, κ' ετραγουδούσαν, μέρα μεσημέρι: «Ημείς παίρνουμε της μιλιές, ημείς καλές κυράδες». Και κα-κα-κα τα γέλοια, κα-κα-κα τα γέλοια. Εγώ ήκουα μετά προσοχής, κ' εκύτταζα γύρω γύρω, ως να ήλπιζα να ιδώ κάπου ανάμεσα στα πυκνά κλαδιά, κάτω στο ρέμμα, της «καλές κυράδες», όπου έλεγεν ο Νικολός.
Τότε εγώ εστάθηκα διά να την θεωρήσω, και αυτή καταλαμβάνοντας που την εκύτταζα, ετραβήχθη μέσα και έκλεισε το παραθύρι· εγώ, τετρωμένος από την ωραιότητά της, όλην εκείνην την ημέραν και την νύκτα δεν εστοχαζόμουν άλλο παρά αυτήν· και άκουσον τι μου επροξένησεν αυτή η αγάπη.
ΣΩΚΡΑΤΗΣ Ποτέ δεν θα μπορούσα να κρίνω τα ουράνια, αν ίσως δεν κρεμούσα τον νου μου και τη σκέψι μου, πούνε λεπτή κ' εκείνη, εις τον αγέρα τον λεπτόν, ένα μ' αυτόν να γίνη. Στα κάτω αν καθόμουνα κ' εκύτταζα ταπάνω, δεν θα μου ήταν δυνατόν εφεύρεσι να κάνω• γιατί τραβά της σκέψεως την υγρασία το χώμα, πράμα που και στα κάρδαμα παρατηρείται ακόμα. ΣΩΚΡΑΤΗΣ Κ' ήλθες γιατί;
Ο μεν Πρωταγόρας, αφ' ου τόσα και τόσον εύμορφα ωμίλησεν, ετελείωσε την ομιλίαν του. Και εγώ διά πολλήν μεν ώραν μαγευμένος τον εκύτταζα ακόμη μήπως είπη και τίποτε άλλο, επειδή επεθύμουν να τον ακούω· όταν δε πλέον εκατάλαβα ότι πραγματικώς είχε παύσει, κάπως μετά δυσκολίας αφ' ου συνεκέντρωσα τρόπον τινά τον εαυτόν μου, εκύτταξα τον Ιπποκράτην και είπον·
— Ούτε θα επιθυμούσα να είμαι στην θέσιν σου. — Αυτά; — Ούτε θα σου το έλεγα. — Αλλά τι θάκαμνες; — Θα εκύτταζα την δουλειά μου. — Μήπως τώρα; — Και δεν θα έβγαζα λόγον. — Αλλά; — Θα εσιωπούσα. — Ναι; — Και θα δάγκανα την γλώσσαν μου. — Υπομονή. — Και θα έσφιγγα τα δόντια μου. — Ε, δα... — Τι; — Και θα το έκαμνες αυτό; — Βέβαια. — Στο Θεό σου; — Αλήθεια. — Αλλά... ξέχασα... — Τι; — Με συγχωρείς.
Και έμεινα λοιπόν εκεί. . αλλοίμονο 'στο χοίρο, που κι' ένα κόκκο σιταριού θα ήθελε να πάρη! κι' ενώ με μάτια τέσσερα εκύτταζα τριγύρω, αγέλη χοίρων ώρμησε απάνω 'στο σιτάρι. Θυμόνω, τους πετροβολώ, τους στρώνω 'στο κυνήγι, τρέχουν κι' εκείνοι, πόλεμος ανοίγεται μεγάλος, αλλά οι τρισκατάρατοι δεν ήσαν και ολίγοι, μόλις τον ένα έδιωχνα και ήρχετο ο άλλος.
Αυτή βλέποντας που την εκύτταζα με επιμέλειαν, άρχισε να με ονειδίζη λέγοντας· δεν ηξεύρεις, τολμηρέ και αυθάδη, πόσον είνε εμποδισμένον εις τους άνδρας που ήθελαν τολμήσει να σταθούν υποκάτω εις το παραθύρι τούτου του παλατίου; αν οι φύλακες του βασιλέως θέλουν σε καταλάβει ευθύς θέλουν σε παιδεύσει σκληρώς.
— Αν σου το έλεγα, απήντησεν η Αϊμά, θα εθύμωνες πολύ, και ειμπορούσες να κάμης κακόν κίνημα, Εγώ η ιδία δεν ήμουν εις τον εαυτόν μου. Οι άνθρωποι εκείνοι, που ήταν μαζωμένοι εκεί, μ' επείραζαν πολύ. Δεν ήμουν εις τα καλά μου. Δεν ήθελα να κάμω θέατρον, να πομπευθώμεν εις τον κόσμον. Εκύτταζα να φύγωμεν απ' εκεί μίαν ώραν αρχήτερα.
Εκύτταζα τριγύρω, αχ! και ο καιρός, που η καρδιά μου ήτο μόνη, ξαναέζησε τώρα μπροστά μου. — Αγαπητή βρύση, είπα, από τότε δεν αναπαύθηκα πλέον εις τη δροσιά σου, γλήγορα επερνούσα και κάποτε μήτε σε εκύτταζα. — Παρετήρησα κάτω, και είδα ότι η Αμαλίτσα πολύ προσεκτικά έπαιρνε με ένα ποτήρι νερό. — Εκύτταξα την Καρολίναν, αισθάνθηκα τι ήταν αυτή για μένα.
Λέξη Της Ημέρας
Άλλοι Ψάχνουν