United States or Togo ? Vote for the TOP Country of the Week !


Αιωνία υγρασία εβασίλευεν εκεί κάτω εις τας αραχνιασμένας εκείνας στοάς, υπό τας οποίας ήτο η στίβα των οινοβαρελίων ψυχρά, παγωμένη. Τελευταίον το εμυρίσθησαν και άλλοι οινοπώλαι· και κατά την τελευταίαν δημοπρασίαν παρ' ολίγον να το αφαιρέσουν από τον κυρ- Μιχάλην, αυξήσαντες το ενοίκιον κατά ικανάς εκατοντάδας δραχμών.

Καμιά. — Σωστά. Η τεμπελιά κατεβάζει σοφία. — Ναι όλοι οι αρχαίοι φιλόσοφοι ήτανε κλασσικοί τεμπέληδες. Ο φορτωμένος με το βάρος του σχοινιού ναύτης έφυγε φωνάζοντας: «Ε, ίσαααα! μπρόοοοςκι' ο Ρένας στο μισοσκόταδο του υποφράγματος αισθάνθηκε κάτι σαν υγρασία. Τινάχθηκε λίγο λέγοντας: — Μπα! Είναι η δυσαρέσκεια που φέρνει το σίδερο και το σκοτάδι του υποφράγματος.

Ο Τζατσίντο έσπαζε τα καρύδια με τα δυνατά του χέρια και έστηνε το αυτί στα κουδουνίσματα των κοπαδιών που περνούσαν πίσω από το σπίτι. Είχε σχεδόν νυχτώσει. Το Βουνό σκοτείνιασε και εκεί, μέσα στο υγρό δωμάτιο με τους πράσινους από την υγρασία τοίχους, ήταν σαν να βρισκόταν κανείς μέσα σε σπηλιά, μακριά από τον κόσμο. Η περιγραφή του πανηγυριού που έκανε η Νοέμι τον εντυπωσίαζε.

ΣΩΚΡΑΤΗΣ Ποτέ δεν θα μπορούσα να κρίνω τα ουράνια, αν ίσως δεν κρεμούσα τον νου μου και τη σκέψι μου, πούνε λεπτή κ' εκείνη, εις τον αγέρα τον λεπτόν, ένα μ' αυτόν να γίνη. Στα κάτω αν καθόμουνα κ' εκύτταζα ταπάνω, δεν θα μου ήταν δυνατόν εφεύρεσι να κάνω• γιατί τραβά της σκέψεως την υγρασία το χώμα, πράμα που και στα κάρδαμα παρατηρείται ακόμα. ΣΩΚΡΑΤΗΣ Κ' ήλθες γιατί;

Εκείνη όμως, ήτις υπό της ταχύτητος του πυρός εστερήθη πάσης υγρασίας και συνεπυκνώθη εις σώμα ξηρότερον του πρώτου, γίνεται εκείνο, το οποίον ωνομά- D. | σαμεν κέραμον. Ενίοτε δε, όταν απομείνη υγρασία, η γη, επειδή εχύθη διά του πυρός, όταν ψυχθή, γίνεται ο λίθος ο έχων χρώμα μέλαν.

Ποιος θα τα φυλάξει; Έλληνες ελεεινοί, μήπως θα τα φυλάξετε σεις; Χωρίς πίστη, ακούω και μουρμουρίζει στ' αυτί μου μια φωνή: «Πάλι με χρόνια με καιρούς, πάλι δική μας θάναι» Ήμουν στην πλώρη και φυσούσε υγρασία στο πρόσωπό μου ο πρωινός αέρας. Κάτι Τούρκοι πίσω μου, κοίταζαν.

Άξαφνα όμως άρχισα ν' ανατριχιάζω· κάποια μαγνητική ενέργεια να ερεθίζη τα νεύρα μου όπως η υγρασία ερεθίζει τα πουλιά στο φλυάρισμα. Κ' ευθύς πορφυρό κύμα εχύθη απάνω μου, έδραμε απ' όλους τους πόρους της σαρκός, επέρασε στα αισθητήρια κ' επλημμύρισε το εγώ μου ολάκερο. Επίστεψα πως εκολύμπουν στα αίματα.

Κάτω από το δέντρο, οι βοσκοί καθισμένοι καταγής, οι γυναίκες με τα κάνιστρα στο χέρι, ο παπάς με ένα δισάκι ριγμένο στους ώμους σαν σάλι για να προφυλαχτεί από την υγρασία, τα παιδιά που γελούσαν, τα σκυλιά που κουνούσαν την ουρά και κοίταζαν τ’ αφεντικά τους μες στα μάτια περιμένοντας να γλείψουν το κόκαλο, όλα θύμιζαν τη γλυκιά γαλήνη μιας βιβλικής σκηνής.

Περί του θεάτρου του Απόλλωνος και των άλλων παραλισσίων διασκεδάσεων δεν σου γράφω σήμερον, διότι δεν κατώρθωσα ακόμη να τας ίδω. Ο ιατρός μου, όστις, σημείωσε, φορεί ακόμη το εσπέρας τον επενδύτην του, δεν μου επιτρέπει να μεταβώ εκεί την εσπέραν, διότι, λέγει, είνε πολλή υγρασία.

Η πολυήμερος κάθειρξις αυτής εν τω υπερώω, η εκούσιος ασιτία, εις ην είχεν υποβάλει εαυτήν, και η στενοχωρία είχον εξασθενίσει το σώμα της. Η βιαία δε και απότομος εις το ύπαιθρον μετάβασις, ο άνεμος, το ψύχος και η υγρασία τη επροξένουν νάρκην. Δεν ηδύνατο ουδέ να σταθή ορθία. — Σηκώσου, επανέλαβε γογγύζων ο Σκούντας. Η Αϊμά εσιώπα.