United States or Uzbekistan ? Vote for the TOP Country of the Week !


Το ποτάμι μ' ορμή κατεβάζει, Αφρισμένο τα όρια πηδάει· Τα νερά του αμπομένα σε πλήθος Θαλασσόνουν των κάμπων την όψη. Ω, τι θιάμα! απορόντας φωνάζουν τα Ψαράκια τι θιάμα μεγάλο! Σιάδια κι' όχτοι και σπίτια και δέντρα Σ' ένα πέλαγο κείτουνται όλα. Ήρθε, ήρθε ο καιρός ο δικός μας· Κατοικιά μας εγίνηκε ο κόσμος. Τι λες, Μάνα, ο φόβος να λείψη, Ή θελά βρης σαν πρώτα υποψίαις.

Είσαι καλός πατριώτης εσύ, είσαι και διπλωμάτης. Τώρα που δεν κόβει πια το μαχαίρι σου, που σκούριασε η πιστόλα σου, βρίσκεις καιρό να συλλογιστής, κ' εκεί που χτυπάεις το χαλβά σου, ο νους σου κατεβάζει αλήθειες που ο πιο ξακουσμένος Σοφτάς της Ρωμιοσύνης δεν τις ονειρεύεται! Άφερημ, άφερημ! Τι θα είταν η Ρωμιοσύνη ανίσως κ' είχαμε και μεις μερικούς χαλβατζήδες! Εμείς μήτε χαλβατζήδες δεν έχουμε!

Καμιά. — Σωστά. Η τεμπελιά κατεβάζει σοφία. — Ναι όλοι οι αρχαίοι φιλόσοφοι ήτανε κλασσικοί τεμπέληδες. Ο φορτωμένος με το βάρος του σχοινιού ναύτης έφυγε φωνάζοντας: «Ε, ίσαααα! μπρόοοοςκι' ο Ρένας στο μισοσκόταδο του υποφράγματος αισθάνθηκε κάτι σαν υγρασία. Τινάχθηκε λίγο λέγοντας: — Μπα! Είναι η δυσαρέσκεια που φέρνει το σίδερο και το σκοτάδι του υποφράγματος.

Τότε ο αντρειωμένος τραβάει το σπαθί του, το σηκώνει, και το κατεβάζει στο κεφάλι του δράκοντα, χωρίς όμως ούτε το τομάρι να σκίση. Μολαταύτα το θεριό αισθάνθηκε τα χτυπήματα. Ρίχνει να νύχια του στην ασπίδα και τη σκίζει. Με το στήθος ξέσκεπο ο Τριστάνος, σημαδεύει πάλι με το σπαθί, και χτυπάει το θεριό στα πλευρά με τόση δύναμι που σείεται ο αέρας. Άδικα. Δεν μπορεί να το πληγώση.

Εκεί είναι το φαρμάκι που μας θανατώνει κάθε ελπίδα, γιατί μας θανάτωσε και την αρετή, — δεν λέγω τη χριστιανική την αρετή που μας ανεβάζει στον Παράδεισο, μόνο κείνη που μας κατεβάζει στα βάθια της φτώχειας, της πείνας, της κακοπέρασης, της σφαγής και της φωτιάς, ώσπου να μαζευτή η στάχτη που χρειάζεται για να φυτρώση ξανανιωμένος, περήφανος, και λαμπροστόλιστος Φοίνικας.

Έτσι με χέρι αφτός βαρύ τον πρόσμενε, θωρώντας 480 το χάρο ομπρός του· μια σπαθιά τού κατεβάζει εκείνος στο σνίχι, και πετάει μακριά κάρα μαζί και κράνο. Οχ τα σφοντύλια πήδηξε τότε όξω το μεδούλι, κι' εκείνος χάμου στρώθηκε μακρύς πλατύς στις σκόνες.

Και σε ποιο χωριό πρωτοσταθήκατε; — Στ' Αλικιανού. Το θυμάσαι το μέρος από τα προπερσινά. Εκεί σαν πας, θα δης ασυνήθιστο πράμα· να τρέχη το ποτάμι μαβύ σαν τη θάλασσα. Είνε εξαιτίας που κατεβάζει από τα βουνά τριγύρω και στρώνει κάτω μολυβιά χαλίκια σκιστόπετρα. Τώρα κι ομπρός αρχίζαμε κι ανεβαίναμε στα γερά. Σταματήσαμε και κονέψαμε στους δοξασμένους τους Λάκκους. Ξέρεις πως οι Λακκιώτες