United States or Norfolk Island ? Vote for the TOP Country of the Week !


Έτσι με χέρι αφτός βαρύ τον πρόσμενε, θωρώντας 480 το χάρο ομπρός του· μια σπαθιά τού κατεβάζει εκείνος στο σνίχι, και πετάει μακριά κάρα μαζί και κράνο. Οχ τα σφοντύλια πήδηξε τότε όξω το μεδούλι, κι' εκείνος χάμου στρώθηκε μακρύς πλατύς στις σκόνες.

ΜΕΝ. Αστειεύεσαι; Αν έβλεπες τον Μαύσωλονεννοώ τον Κάρα, ο οποίος είνε περίφημος διά τον τάφον τουείμαι βέβαιος ότι θα εξεραίνεσο από τα γέλοια, τόσον παραπεταμένος είνε μεταξύ του πλήθους των νεκρών και μου φαίνεται ότι η μόνη του απόλαυσις εκ του μνημείου εκείνου είνε το βάρος το οποίον του δίδει με τον τόσον όγκον του.

Εδώ κι εκεί μπροστά σε μικρές φωτιές αναμμένες κατά μήκος των τοίχων έσκυβε η μαύρη φιγούρα καμιάς γυναίκας που μαγείρευε. Οι άντρες, που είχαν έρθει την παραμονή για να μεταφέρουν τις οικοσκευές, είχαν κιόλας φύγει με τα κάρα και τα άλογά τους.

Όταν έφτασε ο Έφις βρήκε τον φράχτη που περιέβαλε τις καλύβες γεμάτο από κάρα που έφεραν τέντες από λινάτσα ή σεντόνια και τους πωλητές γλυκισμάτων και κρασιού να στέκονται πλάι στους μικρούς πάγκους τους στη σκιά της εκκλησίας. Οι ζητιάνοι σε παράταξη στις άκριες του δρόμου.

Είναι αναστημένος προφήτης που βγαίνει από το μνημούρι του, κι ανεβαίνει στην Τάμπια, και φωνάζει πως εδώ, εδώ είναι η Κόλαση η αληθινή, κι όχι στον κάτω τον κόσμο. «Καρά Κολ, Χαζίρ ολΜην τους χαρίζετε τίποτις αυτούς τους σκλαβωμένους αμαρτωλούς, λέει η άγρια η φωνή του Προφήτη. Τους πρέπουνε μεγάλα και φριχτά βάσανα. Στον άλλον τον κόσμο τόση πίσσα δε βράζει.

Τι δ' ει μετοικισθέντ’ εν αιθέρος πτυχαίς τα μεν γένοιτο, τω δε παρθένου κάρα; Προς δη φαεννήν παρθένου παρηίδα μαυροίτ’ αν άστρα, λαμπάς ως παρ' ήλιον, μετάρσιός τ’ οφθαλμός αιθέρος διά πέμποι σέλας τηλαυγές, ορνίθων μέλη εώα κινών, ως σκότου πεφευγότος. Ίδ' ως παρειάν εις χέρ' αγκλίνασ' έχει· είθ' ην εκείνης δεξιάς χειρίς έπι, όπως εκείνης ηπτόμην παρηίδος. ΙΟΥΛ. Ω μοι.

Οι στρατοκόποι, τα κάρα, τ' αμάξια, οι καβαλλάρηδες που τους μπόγαδαν τόση ώρα τόρα οι σφαίρες τη στράτα, πήραν το δρόμο τους, σε λίγο η τριανταφυλλένια αναλαμπή του ήλιου που χάθηκε στη δύση του, έσβυνε κι αυτή, κι η ερημιά κι η σιγαλιά χύθηκε πέρα για πέρα στις ραχούλες. Οι τρεις ευζώνοι με τον λοχία απόμειναν να φυλάξουνε τη σκηνή και μπαγάγια της.

Κόψε με, πάρε μετην αγκαλιάΟλόρθο επέταξε τάξιο λεπίδι, Ταγέρι εξέσκισε πέρνει φτερό Άστραψ' εσφύριξε γοργό σα φίδι, Το δέντρο ελύγισετη γη νεκρό. Βαρειά σπαράζει φοβερήτο χέρι του Λαμπέτη Η κάρα τ' Αστραπόγιαννου. Το μάτι ανταριασμένο Του σκοτωμένου τρεις φοραίς αναιβοκατεβαίνει Και βασιλεύει σκοτεινό. 'Σ το μέτωπό του η νύχτα Ξαπλώθηκε αξημέρωτη.

Έτσι όχι! απ' τα σκυλιά άθρωπος την κάρα δε σ' τη σώζει, μηδέ κι' αν δέκα θησαβρούς κι' αν είκοσι μου φέρει κι' εδώ μετρήσει, και πολλά κατόπι κι' άλλα αν τάξει· 350 μήτε κι' ακόμα ο Πρίαμος με μάλαμα αν σε ζιάσει, ναι κι' έτσι νεκροστόλιστο δε θα σε κλάψει η μάννα στο στρώμα απάνου εσένανε, των σπλάχνων της το θρέμμα, Μον όρνια κάθε σου μπουκιά και μούργοι θα μοιράσουν

Τι πριν ο Αχιλέας δε θα μας βλάψειμούταξε σα μ' έστελνε απ' τα πλοία780 πριν η δωδέκατη η αβγή γλυκοχαράξει πρώταΕίπε, κι' αφτοί στα κάρα τους τα βόδια και μουλάρια ζέβουν, και χέρι χέρι ομπρός μαζέβουνται στη χώρα.